Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
above
/əˈbʌv/ = PREPOSITION: πάνω από;
ADVERB: άνω, άνωθεν, υπεράνω, από πάνω, ως άνωθεν, εκεί πάνω, ανώτερος σε βαθμό;
USER: πάνω από, άνω, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω
GT
GD
C
H
L
M
O
abs
= USER: abs, κοιλιακούς, τους κοιλιακούς
GT
GD
C
H
L
M
O
absorbers
/ˈʃɒk əbˌzɔː.bər/ = NOUN: απορροφητήρας, απορροφήτης;
USER: απορροφητές, απορροφητήρες, αποσβεστήρες, απορροφητικά, απορροφητών,
GT
GD
C
H
L
M
O
abstract
/ˈæb.strækt/ = NOUN: περίληψη, απόσπασμα, επιτομή;
ADJECTIVE: αφηρημένος;
VERB: αφαιρώ, αποσπώ, αποχωρίζω;
USER: αφηρημένο, αφαιρώ, περίληψη, αφηρημένος, αφηρημένη
GT
GD
C
H
L
M
O
ac
/əˈbɪs/ = ABBREVIATION: διαφορική αγωγιμότητα;
USER: ac, αγ, εναλλασσομένου ρεύματος, εναλλασσόμενο, εναλλασσομένου,
GT
GD
C
H
L
M
O
academic
/ˌæk.əˈdem.ɪk/ = ADJECTIVE: ακαδημαϊκός;
USER: ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά
GT
GD
C
H
L
M
O
accelerator
/akˈseləˌrātər/ = NOUN: επιταχυντής, επιταχύνων, γκάζι αυτοκίνητου;
USER: επιταχυντής, επιταχυντή, γκαζιού, γκάζι, επιτάχυνσης
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
according
/əˈkôrd/ = VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω;
USER: σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, ανάλογα με
GT
GD
C
H
L
M
O
acknowledgments
/əkˈnɒl.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: αναγνώριση, ομολογία;
USER: ευχαριστίες, αναγνωρίσεις, επιβεβαιώσεις, παραδοχές, γνωστοποιήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
acquisition
/ˌæk.wɪˈzɪʃ.ən/ = NOUN: απόκτηση, απόκτημα;
USER: απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
activating
/ˈæk.tɪ.veɪt/ = ADJECTIVE: ενεργοποιητικός, ενεργοποιήση;
USER: ενεργοποιώντας, ενεργοποίηση, την ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, ενεργοποιεί
GT
GD
C
H
L
M
O
actual
/ˈæk.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
USER: πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής
GT
GD
C
H
L
M
O
adapt
/əˈdæpt/ = ADJECTIVE: πραγματικός
GT
GD
C
H
L
M
O
adapted
/əˈdæpt/ = VERB: προσαρμόζω;
USER: προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένη, προσαρμόζονται, προσαρμοστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
adapting
/əˈdæpt/ = NOUN: προσαρμογή;
ADJECTIVE: προσαρμοστικός;
USER: προσαρμογή, την προσαρμογή, προσαρμογής, για την προσαρμογή, προσαρμογή των
GT
GD
C
H
L
M
O
addition
/əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση;
USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από
GT
GD
C
H
L
M
O
additional
/əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος;
USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα
GT
GD
C
H
L
M
O
adjustment
/əˈdʒʌst.mənt/ = NOUN: προσαρμογή, ρύθμιση, διευθέτηση, εφαρμογή, κανονισμός, απολογισμός;
USER: προσαρμογή, ρύθμιση, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
advantages
/ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: φόντα;
USER: πλεονεκτήματα, τα πλεονεκτήματα, πλεονεκτημάτων, πλεονεκτήματα που, πλεονεκτήματά
GT
GD
C
H
L
M
O
aided
/ād/ = VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, με τη βοήθεια, τη βοήθεια, ενισχυόμενο, υποβοηθείται
GT
GD
C
H
L
M
O
air
/eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς;
ADJECTIVE: αεροπορικός;
VERB: αερίζω;
USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
al
/-əl/ = USER: al, αλ, αϊ
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allows
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
alongside
/əˌlɒŋˈsaɪd/ = ADVERB: κατά μήκος της πλευράς, παραπλευρώς;
ADJECTIVE: πλευρισμένος;
USER: παράλληλα, παράλληλα με, μαζί με, μαζί, δίπλα
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
alternative
/ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο;
ADJECTIVE: εναλλακτικός, εναλλάκτεος;
USER: εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
aluminium
/əˈlo͞omənəm/ = NOUN: αλουμίνιο, αργίλιο;
USER: αλουμίνιο, αργίλιο, αλουμινίου, αργιλίου, από αλουμίνιο
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
analysis
/əˈnæl.ə.sɪs/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση;
USER: ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεις, αναλύσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
angeles
/ˈeɪn.dʒəl/ = USER: Angeles, Άντζελες, Αντζελες, ομάδα angeles,
GT
GD
C
H
L
M
O
angle
/ˈæŋ.ɡl̩/ = NOUN: γωνία;
VERB: αγκιστρεύω;
USER: γωνία, γωνίας, οπτική γωνία, υπό γωνία
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
anti
/ˈæn.ti/ = PREFIX: αντι-;
USER: αντι, anti, κατά, καταπολέμησης, καταπολέμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
applications
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
approach
/əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση;
VERB: πλησιάζω;
USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
approximately
/əˈprɒk.sɪ.mət.li/ = ADVERB: περίπου;
USER: περίπου, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, περίπου το, σχεδόν
GT
GD
C
H
L
M
O
april
/ˈeɪ.prəl/ = NOUN: Απρίλιος;
USER: Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ
GT
GD
C
H
L
M
O
arch
/ɑːtʃ/ = NOUN: αψίδα, θόλος, κάμαρα;
ADJECTIVE: πανούργος;
USER: αψίδα, Arch, καμάρα, τόξο, τόξου
GT
GD
C
H
L
M
O
architecture
/ˈɑː.kɪ.tek.tʃər/ = NOUN: αρχιτεκτονική;
USER: αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, την αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονική του
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
area
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
arm
/ɑːm/ = NOUN: μπράτσο, βραχιόνας;
VERB: οπλίζω;
USER: μπράτσο, βραχίονα, χέρι, βραχίονας, σκέλος, σκέλος
GT
GD
C
H
L
M
O
arrangement
/əˈreɪndʒ.mənt/ = NOUN: συμφωνία, διευθέτηση, κανονισμός;
USER: διευθέτηση, συμφωνία, διάταξη, ρύθμιση, καθεστώς
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
aspect
/ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις;
USER: άποψη, πτυχή, πλευρά, όψη, στοιχείο
GT
GD
C
H
L
M
O
assembly
/əˈsem.bli/ = NOUN: συνέλευση, συνδεσμολογία;
USER: συνέλευση, Συνέλευσης, συγκρότημα, συναρμολόγηση, συναρμολόγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
assist
/əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ;
USER: βοηθήσει, επικουρεί, βοηθούν, βοηθήσουν, συνδράμει
GT
GD
C
H
L
M
O
assistance
/əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια;
USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
assoc
= USER: αν., assoc, Αναπλ, αναπλ., Αναπληρωτής
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
authorized
/ˈɔː.θər.aɪz/ = VERB: εξουσιοδοτώ, εγκρίνω;
USER: εξουσιοδοτημένο, άδεια, επιτρέπεται, εγκριθεί, επιτρέπονται
GT
GD
C
H
L
M
O
auto
/ˈɔː.təʊ/ = PREFIX: αυτο-;
USER: auto, αυτοκινήτων, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματο
GT
GD
C
H
L
M
O
automatic
/ˌôtəˈmatik/ = NOUN: αυτόματο;
ADJECTIVE: αυτόματος;
USER: αυτόματο, αυτόματος, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματα, αυτόματα
GT
GD
C
H
L
M
O
automatically
/ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως;
USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα
GT
GD
C
H
L
M
O
automobile
/ˌôtəmōˈbēl/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία
GT
GD
C
H
L
M
O
automotive
/ˌôtəˈmōtiv/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκινητοβιομηχανία, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκίνητα, αυτοκινήτου
GT
GD
C
H
L
M
O
autonomy
/ɔːˈtɒn.ə.mi/ = NOUN: αυτονομία;
USER: αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας
GT
GD
C
H
L
M
O
auxiliary
/ôgˈzilyərē,-ˈzil(ə)rē/ = ADJECTIVE: βοηθητικός;
USER: βοηθητικός, βοηθητικό, βοηθητικά, βοηθητικών, βοηθητική
GT
GD
C
H
L
M
O
availability
/əˌveɪ.ləˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: διαθεσιμότητα, διαθεσιμότης;
USER: διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
available
/əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος;
USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
average
/ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος;
VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω;
USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο
GT
GD
C
H
L
M
O
axle
/ˈæk.sl̩/ = NOUN: άξονας, άξων τροχού, άξων τροχαλίας;
USER: άξονας, άξονα, αξόνων, άξονας με, άξονος
GT
GD
C
H
L
M
O
axles
/ˈaksəl/ = NOUN: άξονας, άξων τροχού, άξων τροχαλίας;
USER: άξονες, αξόνων, άξονα, των αξόνων, άξονες που,
GT
GD
C
H
L
M
O
bar
/bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο;
VERB: κωλύω, αποθαρρύνω;
USER: μπαρ, ράβδος, μπάρα, Bar, γραμμή
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
battery
/ˈbæt.ər.i/ = NOUN: μπαταρία, συστοιχία, πυροβολαρχία, βιαιοπραγία, ηλεκτρική συστοιχία, συσωρευτής, κτύπημα;
USER: μπαταρία, μπαταρίας, μπαταριών, της μπαταρίας, συσσωρευτή
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
behind
/bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος;
USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν
GT
GD
C
H
L
M
O
beneath
/bɪˈniːθ/ = ADVERB: κάτω από, χαμηλά, υποκάτω;
USER: κάτω από, κάτω, από κάτω, κάτωθεν
GT
GD
C
H
L
M
O
benefit
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
benefited
/ˈben.ɪ.fɪt/ = VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: επωφελήθηκαν, επωφελήθηκε, ωφελήθηκαν, ωφεληθεί, επωφεληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
blocked
/blɒk/ = VERB: εμποδίζω, κωλύω, φράσσω, παρεμποδίζω, φορμάρω;
USER: μπλοκαριστεί, αποκλειστεί, μπλοκάρει, αποκλεισμένη, μπλοκάρεται
GT
GD
C
H
L
M
O
blue
/bluː/ = ADJECTIVE: μπλε, γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μελαγχολικός, κακόκεφος, άκεφος, δύσθυμος;
NOUN: λουλάκι;
USER: μπλε, γαλάζιο, blue, γαλάζια, μπλε του
GT
GD
C
H
L
M
O
bms
GT
GD
C
H
L
M
O
board
/bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου;
VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω;
USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους
GT
GD
C
H
L
M
O
boast
/bəʊst/ = NOUN: καύχημα;
VERB: καυχώμαι, καυχιέμαι;
USER: καυχηθεί, διαθέτουν, καυχηθούν, επαίρεται, καυχώνται
GT
GD
C
H
L
M
O
body
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
boot
/buːt/ = NOUN: μπότα, παπούτσι, υπόδημα;
VERB: κλωτσώ;
USER: μπότα, εκκίνηση, εκκινήσετε, την εκκίνηση, εκκίνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
box
/bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα;
VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ;
USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
brake
/breɪk/ = NOUN: φρένο, τροχοπέδη, μηχάνημα σταματών την κίνηση, λόχμη;
USER: φρένο, τροχοπέδη, φρένων, φρένου, πέδησης
GT
GD
C
H
L
M
O
braking
/breɪk/ = USER: πέδησης, πέδηση, φρενάρισμα, φρεναρίσματος, την πέδηση
GT
GD
C
H
L
M
O
brushed
/brʌʃt/ = VERB: βουρτσίζω, τρίβω;
USER: βουρτσισμένο, brushed, ματ, πινελιάς, βούρτσα
GT
GD
C
H
L
M
O
built
/ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το;
USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
button
/ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο;
VERB: κουμπώνω;
USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
cabin
/ˈkæb.ɪn/ = NOUN: καμπίνα, καλύβα, καλύβι, θάλαμος πλοίου;
USER: καμπίνα, θαλάμου επιβατών, θαλάμου, καμπίνας, θάλαμο
GT
GD
C
H
L
M
O
cable
/ˈkeɪ.bl̩/ = NOUN: καλώδιο, παλαμάρι;
VERB: τηλεγραφώ;
USER: καλώδιο, καλωδιακή, καλωδίου, καλωδίων, καλωδιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
capacity
/kəˈpæs.ə.ti/ = NOUN: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, θέση, αξίωμα, πνευματική αντίληψη;
USER: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, ικανότητας, χωρητικότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
capped
/-kæpt/ = VERB: καλύπτω, υπερτερώ, υπερβάλλω;
USER: ανώτατο όριο, προσαρμοσμένη, με ανώτατο όριο, καλύπτεται, ανώτατο
GT
GD
C
H
L
M
O
car
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο
GT
GD
C
H
L
M
O
carrying
/ˌkær.i.ɪŋˈɒn/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: μεταφέρουν, που μεταφέρουν, λογιστική, άσκηση, εκτέλεση
GT
GD
C
H
L
M
O
cars
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
case
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
central
/ˈsen.trəl/ = ADJECTIVE: κεντρικός, επίκεντρος;
USER: κεντρικός, Κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
centre
/ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο, κέντρο, κέντρο;
VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω;
USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
certain
/ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής;
USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
characteristics
/ˌkariktəˈristik/ = NOUN: χαρακτηριστικό γνώρισμα;
USER: χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά του, χαρακτηριστικά που
GT
GD
C
H
L
M
O
charge
/tʃɑːdʒ/ = NOUN: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, κατηγορία, γόμωση, έξοδα, εποπτεία, επίθεση, μήνυση, φροντίδα, κηδεμονία;
VERB: φορτίζω;
USER: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, υπεύθυνος, επιφορτισμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
charged
/tʃɑːdʒd/ = ADJECTIVE: κατηγορούμενος;
USER: χρεώνονται, χρεωθεί, χρεώνεται, φορτισμένη, ακυρωτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
charger
/ˈtʃɑː.dʒər/ = NOUN: πολεμικός ίππος, άλογο αξιωματικού;
USER: φορτιστή, φορτιστής, charger, φόρτισης
GT
GD
C
H
L
M
O
charges
/tʃɑːdʒ/ = NOUN: ταρίφα;
USER: επιβαρύνσεις, τέλη, επιβαρύνσεων, χρεώσεις, τελών
GT
GD
C
H
L
M
O
charging
/tʃɑːdʒ/ = VERB: φορτίζω, χρεώνω, κατηγορώ, επιβαρύνω, επιφορτίζω, ζητώ, καταμαρτυρώ, εφορμώ;
USER: φόρτιση, φόρτισης, χρέωσης, χρέωση, τη φόρτιση
GT
GD
C
H
L
M
O
chassis
/ˈʃæs.i/ = NOUN: σασί, αμάξωμα, σκελετός αυτοκίνητου;
USER: σασί, αμάξωμα, πλαίσιο, πλαισίου, δυναμομετρική
GT
GD
C
H
L
M
O
choose
/tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
chosen
/ˈtʃəʊ.zən/ = ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλέγεται, επιλέγονται, επιλέξει, επιλεγεί, επέλεξε
GT
GD
C
H
L
M
O
circle
/ˈsɜː.kl̩/ = NOUN: κύκλος, συντροφιά, εξώστης θέατρου;
VERB: διαγράφω κύκλο, κάνω τον γύρο, περιέρχομαι, περικυκλώνω;
USER: κύκλος, κύκλο, κύκλου, τον κύκλο
GT
GD
C
H
L
M
O
circuit
/ˈsɜː.kɪt/ = NOUN: κύκλωμα, περιφέρεια, γύρος, περίμετρος, τροχιά, κύκλωμα ηλεκτρικό;
VERB: κάνω περιοδεία;
USER: κύκλωμα, κυκλώματος, κυκλωμάτων, του κυκλώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
city
/ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ;
USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
classic
/ˈklæs.ɪk/ = ADJECTIVE: κλασσικός;
NOUN: κλασσικό έργο;
USER: classic, κλασικό, κλασικά, κλασική, κλασικού, κλασικού
GT
GD
C
H
L
M
O
clearance
/ˈklɪə.rəns/ = NOUN: εκτελωνισμός, καθάρισμα, εκποίηση, ξεχέρσωμα, εκκαθάρισις, ανοικτός χορός;
USER: κάθαρση, εκκαθάριση, εκκαθάρισης, κάθαρσης, την εκκαθάριση
GT
GD
C
H
L
M
O
closed
/kləʊzd/ = ADJECTIVE: κλειστό, κλειστός;
USER: κλειστό, κλειστός, κλείσει, έκλεισε, κλειστά, κλειστά
GT
GD
C
H
L
M
O
clutch
/klʌtʃ/ = NOUN: συμπλέκτης, αμπραγιάζ, λαβή, ντεμπραγιάζ, αυγά εκκολάψεως, συσφιγκτήρας, άρπαγμα;
VERB: πιάνω, αρπάζω;
USER: συμπλέκτη, συμπλέκτης, συμπλέκτη για, συμπλέκτου, του συμπλέκτη
GT
GD
C
H
L
M
O
cockpit
/ˈkɒk.pɪt/ = NOUN: στίβος κοκκορομαχιών, πεδίο μαχών, θέση αεροπόρου, καμπίνα πιλότου;
USER: cockpit, πιλοτήριο, πιλοτηρίου, κόκπιτ, θάλαμο διακυβέρνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
coil
/kɔɪl/ = NOUN: σπείρα, κουλούρα, έλιξ, κότσος, ταραχή;
VERB: συσπειρώνω, τυλίγω, περιτυλίσσομαι, συσπειρώμαι, περιτυλίσσω;
USER: σπείρα, κουλούρα, πηνίο, πηνίου, coil
GT
GD
C
H
L
M
O
color
/ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία;
ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός;
VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα;
USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
GT
GD
C
H
L
M
O
colors
/ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρωματιστά;
USER: χρώματα, χρωμάτων, τα χρώματα, χρώμα
GT
GD
C
H
L
M
O
column
/ˈkɒl.əm/ = NOUN: στήλη, κολόνα, φάλαγγα, στύλος, κίων;
USER: στήλη, στήλης, στηλών, κολόνα
GT
GD
C
H
L
M
O
combustion
/kəmˈbʌs.tʃən/ = NOUN: καύση, ανάφλεξη;
USER: καύση, καύσης, καύσεως, την καύση
GT
GD
C
H
L
M
O
comes
/kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
comfort
/ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο;
VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω;
USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση
GT
GD
C
H
L
M
O
command
/kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία;
VERB: προστάζω, διοικώ;
USER: εντολή, διοίκηση, εντολών, εντολής, γραμμή
GT
GD
C
H
L
M
O
commercialized
/kəˈmɜː.ʃəl.aɪz/ = VERB: εμπορεύομαι, μεταβάλλω σε επιχείρηση, εμποροποιώ;
USER: εμπόριο, εμπορευματοποιηθεί, στο εμπόριο, εμπορευματοποιείται, εμπορευματοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
compact
/kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας;
ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός;
VERB: συμπυκνώνω;
USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
compared
/kəmˈpeər/ = VERB: συγκρίνω, παρομοιάζω, παραβάλλω, παραλληλίζω, συσχετίζω;
USER: σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σύγκριση, σε σχέση, έναντι
GT
GD
C
H
L
M
O
compartment
/kəmˈpɑːt.mənt/ = NOUN: διαμέρισμα, θάλαμος, κουπέ;
USER: διαμέρισμα, διαμερίσματος, χώρου, θαλάμου, θάλαμο
GT
GD
C
H
L
M
O
components
/kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος;
USER: εξαρτήματα, συνιστώσες, συστατικά, στοιχεία, εξαρτημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
compressor
/kəmˈprɛsə/ = NOUN: συμπιεστής;
USER: συμπιεστής, συμπιεστή, αεροσυμπιεστή, συμπιεστών, του συμπιεστή
GT
GD
C
H
L
M
O
computer
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
concept
/ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα;
USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της
GT
GD
C
H
L
M
O
conclusions
/kənˈkluː.ʒən/ = NOUN: σύναψη, συμπέρασμα, πέρας, τέλος, κατάληξη, λήξη, αποτέλεσμα, φινάλε;
USER: συμπεράσματα, συμπερασμάτων, τα συμπεράσματα, συμπεράσματα του, συμπεράσματά
GT
GD
C
H
L
M
O
conditioning
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: αιρ-κοντίσιον;
USER: κλιματισμού, Κλιματισμός, conditioning, κλιματισμό, μπάνιου
GT
GD
C
H
L
M
O
conditions
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις;
USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών
GT
GD
C
H
L
M
O
conductors
/kənˈdəktər/ = USER: αγωγούς, αγωγοί, αγωγών, τους αγωγούς, των αγωγών,
GT
GD
C
H
L
M
O
conical
= ADJECTIVE: κωνικός;
USER: κωνικός, κωνικό, κωνική, κωνικού, κωνικά"
GT
GD
C
H
L
M
O
connect
/kəˈnekt/ = VERB: συνδέω, συνδέομαι;
USER: συνδεθείτε, συνδέστε, σύνδεση, συνδέσετε, συνδέουν
GT
GD
C
H
L
M
O
connection
/kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία;
USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο
GT
GD
C
H
L
M
O
connexion
= USER: Connexion, σύνδεση στο, Connexion της
GT
GD
C
H
L
M
O
consistently
/kənˈsɪs.tənt/ = ADVERB: με συνέπεια;
USER: με συνέπεια, συνέπεια, σταθερά, πάγια, συνεχώς
GT
GD
C
H
L
M
O
construction
/kənˈstrʌk.ʃən/ = NOUN: κατασκευή, δομή, οικοδομή, ερμηνεία, κτίριο, κατασκεύασμα, έννοια, κτίση, σύνταξη γραμματική;
USER: κατασκευή, κατασκευής, την κατασκευή, κατασκευών, κατασκευές
GT
GD
C
H
L
M
O
consumption
/kənˈsʌmp.ʃən/ = NOUN: καταναλωτής
GT
GD
C
H
L
M
O
contactor
= USER: ρελέ, επαφέα, επαφής, contactor, επαφέας,
GT
GD
C
H
L
M
O
contents
/kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενα;
USER: περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
continental
/ˈkɒn.tɪ.nənt/ = ADJECTIVE: ηπειρωτικός, ευρωπαϊκός;
USER: ηπειρωτικός, ευρωπαϊκός, ηπειρωτική, ηπειρωτικής, continental
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
controlled
/kənˈtrōl/ = VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: ελέγχεται, ελέγχονται, ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
conventional
/kənˈvenCHənl/ = ADJECTIVE: συμβατικός, συνηθισμένος, παραδοσιακός, κλασσικός, τυπικός, συνβατικός, εθιμοτυπικός;
USER: συμβατικός, συμβατικές, συμβατικά, συμβατικό, συμβατική
GT
GD
C
H
L
M
O
converter
/kənˈvɜː.tər/ = NOUN: μετατροπέας, μετατροπεύς, προσηλυτιστής, εναλλακτήρας;
USER: μετατροπέας, μετατροπέα, converter, μετατροπής
GT
GD
C
H
L
M
O
converts
/kənˈvɜːt/ = NOUN: προσήλυτος;
USER: μετατρέπει, μετατρέπει το, μετατρέπει την, μετατρέπει τα, μετατρέπεται
GT
GD
C
H
L
M
O
cooled
/ˈeə.kuːld/ = VERB: δροσίζω, κρυώνω, ψύχω;
USER: ψύχεται, ψύχονται, ψυχθεί, ψύχθηκε, κρυώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
cooling
/ˈkuː.lɪŋ/ = NOUN: ψύξη;
ADJECTIVE: δροσιστικός;
USER: ψύξη, ψύξης, την ψύξη, από ψύξη, ψύξεως
GT
GD
C
H
L
M
O
cope
/kəʊp/ = VERB: αντιμετωπίζω, παλαίω;
NOUN: άμφια, μανδύας ιερέως;
USER: αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν, αντιμετώπιση, να αντιμετωπίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
cost
/kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο;
VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ;
USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους
GT
GD
C
H
L
M
O
costs
/kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα;
USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες
GT
GD
C
H
L
M
O
countries
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
coupled
/ˈkʌp.l̩/ = VERB: ζευγαρώνω, ζευγνύω, κομπλάρω, ενώνω;
USER: σε συνδυασμό, συνδυασμό, συνδεδεμένη, συζευγμένο, συνδέεται
GT
GD
C
H
L
M
O
coupling
/ˈkʌp.lɪŋ/ = NOUN: σύζευξη, σύνδεση, ένωση, ζευγάρωμα, δεσμός, κομπλάρισμα;
USER: σύζευξη, σύνδεση, ζεύξης, σύζευξης, συζεύξεως
GT
GD
C
H
L
M
O
course
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
VERB: τρέχω, κυνηγώ;
USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
covered
/-kʌv.əd/ = ADJECTIVE: σκεπαστός;
USER: καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, που, καλύπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
crossover
/ˈkrɒsəʊvə/ = USER: crossover, διασταύρωσης, διέλευσης, διασταύρωση, διασταυρούμενη,
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
currently
/ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή;
USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
cuts
/kʌt/ = NOUN: τομή, κόψιμο, ελάττωση, μερίδιο, χαρακιά;
VERB: κόβω, τέμνω, χαράσσω, κόπτω;
USER: περικοπές, τεμάχια, μειώσεις, περικοπών, κοψίματα
GT
GD
C
H
L
M
O
cycle
/ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα;
VERB: ποδηλατώ, κάνω ποδήλατο;
USER: κύκλος, κύκλου, κύκλο, του κύκλου, τον κύκλο
GT
GD
C
H
L
M
O
d
/əd/ = NOUN: ρε;
USER: δ, d, Α, ϋ, ά
GT
GD
C
H
L
M
O
dark
/dɑːk/ = NOUN: σκοτάδι, σκότος;
ADJECTIVE: σκοτεινός, σκούρος, μελαχροινός, μαυριδερός, μελαψός;
USER: σκοτάδι, σκοτεινός, σκούρο, σκοτεινό, σκοτεινή
GT
GD
C
H
L
M
O
dashboard
/ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου;
USER: ταμπλό, πίνακα εργαλείων, πίνακα οργάνων, ταμπλώ, ταμπλό του αυτοκινήτου
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
decelerates
/dēˈseləˌrāt/ = VERB: επιβραδύνω, κόβω ταχύτητα;
USER: επιβραδύνει, επιβραδύνεται, φρενάρει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει το,
GT
GD
C
H
L
M
O
degree
/dɪˈɡriː/ = NOUN: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, μοίρα, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, βαθμός θερμοκρασίας, μοίρα κύκλου;
USER: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, βαθμό, βαθμού
GT
GD
C
H
L
M
O
delivers
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
USER: παραδίδει, αποδίδει, προσφέρει, παρέχει, δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
demand
/dɪˈmɑːnd/ = NOUN: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, αξίωση;
VERB: απαιτώ, αξιώ, αξιώνω;
USER: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, ζήτησης, της ζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
density
/ˈden.sɪ.ti/ = NOUN: πυκνότητα, βραδύνοια;
USER: πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, πυκνότητα του, η πυκνότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
department
/dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος;
USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department
GT
GD
C
H
L
M
O
departure
/dɪˈpɑː.tʃər/ = NOUN: αναχώρηση, παρέκκλιση, απομάκρυνση, εκκίνηση, ξεκίνημα, αποβίωση;
USER: αναχώρηση, αναχώρησης, την αναχώρηση, αναχώρησή, αποχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
depending
/dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι;
USER: ανάλογα, ανάλογα με, αναλόγως, εξαρτώνται, εξαρτώνται
GT
GD
C
H
L
M
O
depicts
/dɪˈpɪkt/ = VERB: απεικονίζω, ζωγραφίζω, περιγράφω, παριστάνω;
USER: απεικονίζει, εικονίζει, αναπαριστά, απεικονίζεται, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
developed
/dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος;
USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
diameter
/daɪˈæm.ɪ.tər/ = NOUN: διάμετρος;
USER: διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου
GT
GD
C
H
L
M
O
diesel
/ˈdiː.zəl/ = NOUN: ντίζελ;
USER: ντίζελ, diesel, ντήζελ, πετρέλαιο, πετρελαίου
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
differential
/ˌdɪf.əˈren.ʃəl/ = NOUN: διαφορικός;
USER: διαφορικός, απόκλιση, διαφορά, διαφορική, διαφορικό
GT
GD
C
H
L
M
O
differentiates
/ˌdɪf.əˈren.ʃi.eɪt/ = VERB: διαφοροποιώ, διακρίνω, κάνω διάκριση, διαφέρω;
USER: διαφοροποιεί, διαφοροποιείται, που διαφοροποιεί, διαφοροποιεί την, διάκριση
GT
GD
C
H
L
M
O
dimensions
/ˌdaɪˈmen.ʃən/ = NOUN: διάσταση, μέγεθος;
USER: διαστάσεις, διαστάσεων, τις διαστάσεις, οι διαστάσεις, διάσταση
GT
GD
C
H
L
M
O
directly
/daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν;
USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
disc
/dɪsk/ = NOUN: δίσκος, δισκάριο;
USER: δίσκος, δίσκο, δίσκου, του δίσκου, δίσκων
GT
GD
C
H
L
M
O
discipline
/ˈdɪs.ə.plɪn/ = NOUN: πειθαρχία, γυμνάζω;
VERB: τιμωρώ, πειθαρχώ, δαμάζω, υποβάλλω σε πειθαρχία;
USER: πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, της πειθαρχίας
GT
GD
C
H
L
M
O
discs
/dɪsk/ = NOUN: δίσκος, δισκάριο;
USER: δίσκοι, δίσκων, δίσκους, τους δίσκους, δίσκους που
GT
GD
C
H
L
M
O
display
/dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση;
VERB: εκθέτω, επιδεικνύω, παρουσιάζω, δείχνω;
USER: επίδειξη, εμφανίσετε, εμφανιστεί, εμφάνιση, εμφανίσει, εμφανίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
displays
/dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση;
USER: οθόνες, εμφανίζει, επιδείξεις, Εμφανίζεται, Displays
GT
GD
C
H
L
M
O
distributes
/dɪˈstrɪb.juːt/ = VERB: διανέμω, μοιράζω;
USER: διανέμει, κατανέμει, διανέμει τα, διανομή, κατανέμεται
GT
GD
C
H
L
M
O
distribution
/ˌdɪs.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: διανομή;
USER: διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, τη διανομή
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
drive
/draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
NOUN: αμαξοπορεία;
USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
driven
/ˈdrɪv.ən/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
USER: οδηγείται, με γνώμονα, οδηγούνται, καθοδηγείται, κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
driver
/ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός;
USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
drives
/ˈdraɪ.vər/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
NOUN: αμαξοπορεία;
USER: Δίσκοι, drives, μονάδες, δίσκους, κάλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
driving
/ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση;
USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
drum
/drʌm/ = NOUN: τύμπανο, ταμπούρλο;
VERB: τυμπανίζω;
USER: τύμπανο, τυμπάνου, παίξει τύμπανο, drum, τυμπανίζομαι
GT
GD
C
H
L
M
O
dry
/draɪ/ = ADJECTIVE: ξηρός, στεγνός, άνυδρος, ξερός;
VERB: στεγνώνω, ξεραίνω, ξηραίνω, να στεγνωθεί;
USER: στεγνώσει, στεγνώστε, στεγνώσουν, ξηρό, στεγνώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
due
/djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος;
USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας
GT
GD
C
H
L
M
O
during
/ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια;
USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
duster
/ˈdʌs.tər/ = NOUN: ξεσκονόπανο, ξεσκονιστήρι;
USER: ξεσκονόπανο, duster, ξεσκονόπανων, θειωτήρας, ξεσκονιστήρι
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
earth
/ɜːθ/ = NOUN: γη, χώμα;
ADJECTIVE: γήινος, υφήλιος;
USER: γη, χώμα, γης, γαιών, τη γη
GT
GD
C
H
L
M
O
easy
/ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος;
USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη
GT
GD
C
H
L
M
O
eco
/iː.kəʊ-/ = USER: eco, οικολογικό, οικο, οικολογικά, οικολογική
GT
GD
C
H
L
M
O
economy
/ɪˈkɒn.ə.mi/ = NOUN: οικονομία;
USER: οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
GT
GD
C
H
L
M
O
effect
/ɪˈfekt/ = NOUN: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ενέργεια, πράξη, εφφέ, εντύπωση, σκοπός;
VERB: κατορθώνω, επιτελώ;
USER: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ισχύος, ισχύ
GT
GD
C
H
L
M
O
efficiency
/ɪˈfɪʃənsi/ = NOUN: αποδοτικότητα, ικανότητα, αποδοτικότης, ικανότης, δραστηριότης, δραστηριότητα;
USER: αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, απόδοση, αποτελεσματικότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
efficient
/ɪˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ικανός, δραστήριος;
USER: αποτελεσματικός, αποδοτικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
eight
/eɪt/ = USER: eight-, eight;
USER: οκτώ, οχτώ, από οκτώ, από οκτώ
GT
GD
C
H
L
M
O
electric
/ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός;
ADJECTIVE: ηλεκτρικός;
USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών
GT
GD
C
H
L
M
O
electrical
/ɪˈlek.trɪ.kəl/ = NOUN: ηλεκτρικός;
ADJECTIVE: ηλεκτρικός;
USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρολογικός, ηλεκτρική, ηλεκτρικές, ηλεκτρικών
GT
GD
C
H
L
M
O
electricity
/ilekˈtrisitē,ˌēlek-/ = NOUN: ηλεκτρισμός;
USER: ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρική ενέργεια, ηλεκτρισμού, ηλεκτρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
electronic
/ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός;
USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
electronically
/ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = USER: ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικά μέσα, με ηλεκτρονικά μέσα, ηλεκτρονικώς, ηλεκτρονική
GT
GD
C
H
L
M
O
emergency
/iˈmərjənsē/ = NOUN: επείγον, επείγουσα ανάγκη, επείγο, κρίσιμη κατάσταση, ενδεχόμενο, αιφνίδια περίπτωση;
USER: επείγον, έκτακτης ανάγκης, επείγουσα, ανάγκης, επείγουσας
GT
GD
C
H
L
M
O
emission
/ɪˈmɪʃ.ən/ = NOUN: εκπομπή, έκδοση;
USER: εκπομπή, εκπομπών, των εκπομπών, εκπομπής, εκπομπές
GT
GD
C
H
L
M
O
emissions
/ˈkɑː.bən iˌmɪʃ.ənz/ = NOUN: εκπομπή, έκδοση;
USER: εκπομπές, εκπομπών, των εκπομπών, τις εκπομπές, οι εκπομπές
GT
GD
C
H
L
M
O
employs
/ɪmˈplɔɪ/ = VERB: χρησιμοποιώ, απασχολώ, προσλαμβάνω, εκμισθώνω, μεταχειρίζομαι;
USER: απασχολεί, χρησιμοποιεί, απασχολούνται, εφαρμόζει, εφαρμόζει
GT
GD
C
H
L
M
O
enables
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
end
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
energies
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργειας, πηγών ενέργειας, ενέργειες, ενέργειές, ενεργειών
GT
GD
C
H
L
M
O
energy
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
GT
GD
C
H
L
M
O
engaged
/ɪnˈɡeɪdʒd/ = ADJECTIVE: αρραβωνιασμένος, κατειλημμένος, πιασμένος;
USER: που ασχολούνται, ασχολούνται, που ασχολούνται με, ασχολούνται με, ασχολείται
GT
GD
C
H
L
M
O
engine
/ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας;
USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
engined
GT
GD
C
H
L
M
O
engineer
/ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός;
VERB: σχεδιάζω;
USER: μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
GT
GD
C
H
L
M
O
engineering
/ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική;
USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
engines
/ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας;
USER: κινητήρες, μηχανές, κινητήρων, μηχανών, τις μηχανές
GT
GD
C
H
L
M
O
enough
/ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά;
ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος;
USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί
GT
GD
C
H
L
M
O
ensure
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
entering
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισέρχονται, εισέρχεται, που εισέρχονται, είσοδο, την είσοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
entirely
/ɪnˈtaɪə.li/ = ADVERB: εντελώς, ολότελα, εξ ολόκληρου;
USER: εντελώς, εξ ολοκλήρου, πλήρως, απολύτως, αποκλειστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
environmentally
/ɪnˌvaɪ.rən.ˈmen.təl/ = USER: περιβάλλον, το περιβάλλον, περιβαλλοντικά, περιβαλλοντικώς, περιβαλλοντική
GT
GD
C
H
L
M
O
equipment
/ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός;
USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές
GT
GD
C
H
L
M
O
equipped
/ɪˈkwɪpt/ = VERB: εφοδιάζω, εξοπλίζω;
USER: εξοπλισμένα, εξοπλισμένο, εξοπλισμένη, εξοπλισμένες, είναι εξοπλισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
equips
/ɪˈkwɪp/ = VERB: εφοδιάζω, εξοπλίζω;
USER: εξοπλίζει, εφοδιάζει, εξοπλίζει τους, εξοπλίζει τα, εξασφαλίζουν στους
GT
GD
C
H
L
M
O
esc
/ɪˈskeɪp/ = USER: esc, ΟΚΕ, esc για, της ΟΚΕ
GT
GD
C
H
L
M
O
esp
/ˌiː.esˈpiː/ = USER: esp, πεσέτες, ισπανικές πεσέτες, πεσετών, ισπανικών πεσετών
GT
GD
C
H
L
M
O
estimated
/ˈes.tɪ.meɪt/ = VERB: υπολογίζω, εκτιμώ;
USER: εκτιμάται, υπολογίζεται, εκτιμάται ότι, εκτιμώμενη, εκτιμηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
et
/etˈæl/ = USER: et, ΕΤ, κ.ά.
GT
GD
C
H
L
M
O
etc
/ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά;
USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ
GT
GD
C
H
L
M
O
ev
= USER: ev, ΗΨ, ευ, ΗΕ, ηλεκτρονική ψηφοφορία,
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
excessive
/ekˈses.ɪv/ = ADJECTIVE: υπέρμετρος;
USER: υπερβολική, υπερβολικού, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική
GT
GD
C
H
L
M
O
excitation
= USER: διέγερση, διέγερσης, διεγέρσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
excited
/ɪkˈsaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ερεθισμένος;
USER: ερεθισμένος, ενθουσιασμένοι, ενθουσιασμένος, συγκινημένος, ενθουσιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
excluding
/ɪkˈskluː.dɪŋ/ = VERB: αποκλείω;
USER: εξαιρουμένων, εκτός, εξαιρουμένων των, εξαίρεση, εκτός από
GT
GD
C
H
L
M
O
exhibition
/ˌek.sɪˈbɪʃ.ən/ = NOUN: έκθεση;
USER: έκθεση, έκθεσης, εκθεσιακό, εκθέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
experimental
/ikˌsperəˈmen(t)l/ = ADJECTIVE: πειραματικός;
USER: πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικό, πειραματικά
GT
GD
C
H
L
M
O
express
/ɪkˈspres/ = NOUN: εξπρές, ταχεία μεταφορά;
ADJECTIVE: ρητός, ταχύς;
VERB: εκφράζω, εκφέρω;
USER: εξπρές, Express, ρητή, Γρήγορο, εκφράζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
exterior
/ɪkˈstɪə.ri.ər/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερική όψη;
USER: εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικά, εξωτερικές
GT
GD
C
H
L
M
O
external
/ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
externally
/ɪkˈstɜː.nəl/ = USER: εξωτερικά, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικώς, στο εξωτερικό
GT
GD
C
H
L
M
O
extreme
/ɪkˈstriːm/ = ADJECTIVE: ακραίος, άκρο, άκρος, έσχατος;
USER: άκρο, ακραίος, ακραίες, ακραία, ακραίων
GT
GD
C
H
L
M
O
fabrication
/ˈfæb.rɪ.keɪt/ = NOUN: κατασκεύασμα, σκευωρία;
USER: κατασκεύασμα, κατασκευή, κατασκευής, παραγωγή, παρασκευής
GT
GD
C
H
L
M
O
fact
/fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο;
USER: γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, το γεγονός, το γεγονός
GT
GD
C
H
L
M
O
factor
/ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF;
USER: παράγοντας, συντελεστής, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο
GT
GD
C
H
L
M
O
faculty
/ˈfæk.əl.ti/ = NOUN: σχολή, ικανότητα, ιδιότητα, δύναμη, καθηγητικό σώμα;
USER: σχολή, ΔΕΠ, σχολής, ικανότητα, καθηγητές
GT
GD
C
H
L
M
O
fan
/fæn/ = NOUN: ανεμιστήρας, θαυμαστής, φτερωτή, θιασώτης, βενταλιά, όμιλος θαυμαστών;
VERB: αναρριπίζω;
USER: ανεμιστήρας, ανεμιστήρα, Βεντάλια, Fan, οπαδός
GT
GD
C
H
L
M
O
fast
/fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό;
ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος;
NOUN: νηστεία;
VERB: νηστεύω;
USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
favourable
/ˈfāv(ə)rəbəl/ = ADJECTIVE: ευνοϊκός, ευνοϊκός, αίσιος, αίσιος;
USER: ευνοϊκός, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών
GT
GD
C
H
L
M
O
features
/ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα;
VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες
GT
GD
C
H
L
M
O
fed
/fed/ = VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ;
USER: τρέφονται, τροφοδοτούνται, τροφοδοτείται, που τρέφονται, τρέφονται με
GT
GD
C
H
L
M
O
fennel
/ˈfen.əl/ = NOUN: μάραθο, μάραθος;
USER: μάραθο, μάραθου, μάραθος, το μάραθο, μαράθου
GT
GD
C
H
L
M
O
field
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
figure
/ˈfɪɡ.ər/ = NOUN: εικόνα, αριθμός, μορφή, φιγούρα, ψηφίο, τύπος;
VERB: μορφοποιώ, λογαριάζω;
USER: καταλάβω, υπολογίσετε, σχήμα, καταλάβουμε, υπολογίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
finalised
/ˈfīnlˌīz/ = VERB: οριστικοποιώ;
USER: οριστικοποιήθηκε, οριστικοποιηθεί, οριστικοποιήθηκαν, οριστικοποιηθούν, ολοκληρωθεί"
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
flap
/flæp/ = NOUN: πτερύγιο, πλατάγισμα;
VERB: πτερυγίζω, φτερουγίζω, ραπίζω;
USER: ανεμίζει, κρημνού, το πτερύγιο, πτερύγιο τα, πλαταγίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
florin
= NOUN: φλορίνι, φιορίνι, φλώρι, φλωρίνιο;
USER: φλορίνι, φλωρίνιο, φλώρι, του Florin, ο Florin,
GT
GD
C
H
L
M
O
fluid
/ˈfluː.ɪd/ = NOUN: υγρό, ρευστό;
ADJECTIVE: ρευστός;
USER: ρευστό, υγρό, υγρού, ρευστού, υγρών
GT
GD
C
H
L
M
O
foil
/fɔɪl/ = NOUN: αμβλύ ξίφος, λεπτό φύλλο μέταλλου, ξίφος, χρυσόχαρτο;
VERB: ματαιώνω;
USER: ξίφος, ματαιώνω, χρυσόχαρτο, λεπτά φύλλα, λεπτά φύλλα σε
GT
GD
C
H
L
M
O
folded
/fəʊld/ = VERB: διπλώνω, πτύσσω;
USER: διπλωμένο, διπλωμένα, διπλώνεται, διπλώνονται, διπλωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
following
/ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία;
ADJECTIVE: ακόλουθος;
USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την
GT
GD
C
H
L
M
O
follows
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: εξής, ακολουθεί, ακολούθως, Επομένως, προκύπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
foot
/fʊt/ = NOUN: πόδι, πρόποδες, βάση, πους, άκρο;
VERB: αθροίζω, πατώ, πεζοπορώ, αθροίζω και σημειώνω;
USER: πόδι, πρόποδες, πόδια, τα πόδια, ποδιών, ποδιών
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
force
/fɔːs/ = NOUN: δύναμη, βία, ισχύς, ζόρι;
VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω;
USER: αναγκάσει, δύναμη, αναγκάζουν, ισχύει, αναγκάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
forward
/ˈfɔː.wəd/ = ADVERB: προς τα εμπρός, εμπρός;
ADJECTIVE: μπροστινός, πρόθυμος, αυθάδης;
VERB: διαβιβάζω, προάγω;
USER: προς τα εμπρός, εμπρός, τα εμπρός, μπροστά, υποβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
four
/fɔːr/ = USER: four-, four, four;
USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις
GT
GD
C
H
L
M
O
frame
/freɪm/ = NOUN: πλαίσιο, κορνίζα, σκελετός, κάδρο, σκελετός κατασκευής, σχηματισμός;
VERB: σχεδιάζω, σχηματίζω, πλαισιώ, πλαισιώνω, κορνιζάρω, ραδιουργώ, ενοχοποιώ;
USER: πλαίσιο, κορνίζα, σκελετός, πλαισίου, καρέ
GT
GD
C
H
L
M
O
friendly
/ˈfrend.li/ = ADJECTIVE: φιλικός;
USER: φιλικός, φιλικό, παιδιά, φιλική, φιλικό προς
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
front
/frʌnt/ = NOUN: εμπρός, μέτωπο, πρόσοψη, πρόσοψις;
VERB: αντιμετωπίζω;
ADJECTIVE: εμπρόσθινος;
USER: εμπρός, πρόσοψη, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό, μπροστινό
GT
GD
C
H
L
M
O
fuel
/fjʊəl/ = NOUN: καύσιμα, καύσιμα ύλη;
VERB: προμηθεύω, προμηθεύομαι;
USER: καύσιμα, καυσίμων, καυσίμου, καύσιμο, των καυσίμων
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
fully
/ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα;
USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως
GT
GD
C
H
L
M
O
function
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
functions
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
g
/dʒiː/ = NOUN: σολ;
USER: g, ζ, γρ, γραμ.
GT
GD
C
H
L
M
O
gateway
/ˈɡeɪt.weɪ/ = NOUN: είσοδος πυλών;
USER: πύλη, gateway, πύλης, Η δικτυακή πύλη, δικτυακή πύλη
GT
GD
C
H
L
M
O
gauge
/ɡeɪdʒ/ = NOUN: μετρητής, μέτρο, διάμετρος, δείκτης, δείχτης;
VERB: μετρώ, υπολογίζω;
USER: μετρηθεί, μετρητή, μέτρηση, μετρήσει, εκτιμηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
gear
/ɡɪər/ = NOUN: γρανάζι, μηχανισμός, οδοντωτός τροχός, ενδυμασία, αποσκευή, ταχύτητα αυτοκίνητου;
VERB: εφοδιάζω, κανονίζω;
USER: γρανάζι, οδοντωτός τροχός, μηχανισμός, εργαλεία, εργαλείων
GT
GD
C
H
L
M
O
gearbox
/ˈɡɪə.bɒks/ = NOUN: κιβώτιο ταχύτητων;
USER: κιβώτιο ταχυτήτων, κιβώτιο, κιβωτίου ταχυτήτων, κιβωτίου, μηχανικό κιβώτιο,
GT
GD
C
H
L
M
O
gears
/ɡɪər/ = NOUN: γρανάζι, μηχανισμός, οδοντωτός τροχός, ενδυμασία, αποσκευή, ταχύτητα αυτοκίνητου;
USER: εργαλεία, γρανάζια, ταχυτήτων, εργαλείων, ταχύτητες
GT
GD
C
H
L
M
O
general
/ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός;
NOUN: στρατηγός;
USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές
GT
GD
C
H
L
M
O
generated
/ˈjenəˌrāt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παράγεται, δημιουργούνται, δημιουργείται, παράγονται, που παράγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
generator
/ˈjenəˌrātər/ = NOUN: γεννήτρια, παραγωγός, δημιουργός, ηλεκτρική γεννήτρια, γεννητόρας, γεννητώρ;
USER: γεννήτρια, γεννήτριας, της γεννήτριας, δημιουργό, Δημιουργός
GT
GD
C
H
L
M
O
given
/ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος;
USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
glass
/ɡlɑːs/ = NOUN: ποτήρι, ύαλος, κάτοπτρο, φακός, ποτήριο, γυαλλί;
USER: ποτήρι, γυαλί, γυαλιού, γυάλινο, υάλου
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
got
/ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν
GT
GD
C
H
L
M
O
grand
/ɡrænd/ = ADJECTIVE: μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, μέγας, σπουδαίος;
USER: μεγαλειώδης, μεγάλο, μεγάλη, grand, Γκραντ, Γκραντ
GT
GD
C
H
L
M
O
gratitude
/ˈɡræt.ɪ.tjuːd/ = NOUN: ευγνωμοσύνη;
USER: ευγνωμοσύνη, την ευγνωμοσύνη, ευγνωμοσύνης, ευχαριστίες, τις ευχαριστίες
GT
GD
C
H
L
M
O
green
/ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής;
NOUN: πρασινάδα;
USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου
GT
GD
C
H
L
M
O
grille
/ɡrɪl/ = USER: μάσκα, γρίλια, Grille, κάγκελα, σχάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
grip
/ɡrɪp/ = NOUN: λαβή, πιάσιμο, χειρολαβή, βαλίτσα, γρίππη;
VERB: πιάνομαι, πιάνω, σφίγγω;
USER: λαβή, πιάσιμο, πρόσφυση, κράτημα, λαβής
GT
GD
C
H
L
M
O
ground
/ɡraʊnd/ = NOUN: έδαφος, βάση, χώμα, αιτία, άλεση, βυθός, κατακάθια;
VERB: γειώνω, βασίζω;
USER: έδαφος, εδάφους, λόγο, του εδάφους, λόγου
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
h
/eɪtʃ/ = USER: h, Η, ω, ώρες, ώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
hamster
/ˈhæm.stər/ = USER: χάμστερ, hamster, κρικητού, κρικητών, ινδικού χοιριδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
handiness
= NOUN: επιτηδειότης, επιτηδειότητα;
USER: επιτηδειότητα, επιτηδειότης, handiness, ευχρηστία, την ευχρηστία
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
hatch
/hætʃ/ = NOUN: άνοιγμα, μπουκαπόρτα, φεγγίτης, οπή καταστρώματος;
VERB: εκκολάπτω, εκκολάπτομαι;
USER: μπουκαπόρτα, άνοιγμα, καταπακτή, καταπακτής, Φινιστρίνι
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
heat
/hiːt/ = NOUN: θερμότητα, ζέστη, θερμότης, καύσωνας, δρόμος;
VERB: θερμαίνω;
USER: θερμότητα, ζέστη, θερμότητας, θερμική, θερμικής
GT
GD
C
H
L
M
O
heating
/ˈhiː.tɪŋ/ = NOUN: θέρμανση;
USER: θέρμανση, θέρμανσης, τη θέρμανση, Κλιματισμός, θερμάνσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
heavier
/ˈhev.i/ = USER: βαρύτερα, βαρύτερο, βαρύτερη, βαρύτερες, βαρύτεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
holding
/ˈhəʊl.dɪŋ/ = NOUN: κράτημα, περιουσία;
USER: κράτημα, κατέχουν, που κατέχουν, εκμετάλλευση, κρατώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
hollow
/ˈhɒl.əʊ/ = ADJECTIVE: κοίλος, κοιλότητα, κούφιος, κοιλότης, απατηλός;
VERB: κοιλαίνω, βαθουλώνω;
USER: κοίλος, κοιλότητα, κοίλο, κούφια, κοίλου
GT
GD
C
H
L
M
O
home
/həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος;
USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού
GT
GD
C
H
L
M
O
hours
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την
GT
GD
C
H
L
M
O
household
/ˈhousˌ(h)ōld/ = NOUN: νοικοκυριό, οικογένεια, σπιτικό, οικοκυριό;
ADJECTIVE: οικιακός;
USER: νοικοκυριό, νοικοκυριών, των νοικοκυριών, νοικοκυριού, οικιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
housing
/ˈhaʊ.zɪŋ/ = NOUN: στέγαση;
USER: στέγαση, κατοικιών, στέγασης, περίβλημα, περιβλήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
however
/ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα;
ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε;
USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως
GT
GD
C
H
L
M
O
hrs
= USER: ώρες, ώρες σε
GT
GD
C
H
L
M
O
hvac
= USER: HVAC, κλιματισμού, Κλιματισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
hybrid
/ˈhaɪ.brɪd/ = NOUN: υβρίδιο, μικτογενής, μιγάς;
USER: υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδική
GT
GD
C
H
L
M
O
hydraulic
/haɪˈdrɒl.ɪk/ = ADJECTIVE: υδραυλικός;
USER: υδραυλικός, υδραυλικό, υδραυλική, υδραυλικά, υδραυλικών
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
immediate
/ɪˈmiː.di.ət/ = ADJECTIVE: άμεσος, πλησιέστερος;
USER: άμεσος, άμεση, άμεσα, άμεσο, άμεσες
GT
GD
C
H
L
M
O
impact
/imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση;
VERB: προσκρούω, εμπήγω;
USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
implementing
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμογή, εκτελεστικών, εφαρμογής, την εφαρμογή, υλοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inches
/ɪntʃ/ = NOUN: ίντσα, δάκτυλος;
USER: ίντσες, ιντσών, inches, εκατοστά, ίη
GT
GD
C
H
L
M
O
includes
/ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω;
USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
increase
/ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση;
VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
increasing
/ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξάνοντας, την αύξηση της, αύξηση της, την αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
independent
/ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος;
USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
GT
GD
C
H
L
M
O
indicate
/ˈɪn.dɪ.keɪt/ = VERB: υποδεικνύω, δείχνω, δεικνύω, υποδηλώνω, σημειώνω;
USER: υποδεικνύουν, δείχνουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφέρουν
GT
GD
C
H
L
M
O
indicated
/ˈɪn.dɪ.keɪt/ = VERB: υποδεικνύω, δείχνω, δεικνύω, υποδηλώνω, σημειώνω;
USER: υποδεικνύεται, αναφέρεται, ενδείκνυται, ανέφερε, αναγράφεται
GT
GD
C
H
L
M
O
indicates
/ˈɪn.dɪ.keɪt/ = VERB: υποδεικνύω, δείχνω, δεικνύω, υποδηλώνω, σημειώνω;
USER: υποδεικνύει, υποδηλώνει, δείχνει, δηλώνει, αναφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
indication
/ˌɪn.dɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ένδειξη, υπόδειξη, σύμπτωμα, υποδήλωση;
USER: ένδειξη, ένδειξης, ενδείξεις, αναφορά, αναγραφή
GT
GD
C
H
L
M
O
informed
/ɪnˈfɔːmd/ = ADJECTIVE: προειδοποίητος;
USER: ενημερωμένοι, ενημερωθείτε, ενημέρωσε, ενημερώνονται, ενημερώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
informs
/ɪnˈfɔːm/ = VERB: πληροφορώ, ενημερώνω, ειδοποιώ;
USER: πληροφορεί, ενημερώνει, ενημερώνει τους, ενημερώσει, γνωστοποιεί
GT
GD
C
H
L
M
O
innovative
/ˈɪn.ə.və.tɪv/ = USER: καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμων, καινοτόμο, καινοτόμος
GT
GD
C
H
L
M
O
input
/ˈɪn.pʊt/ = NOUN: εισαγωγή, ενέργεια, εισαγόμενη δύναμη;
USER: εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισροών, εισαγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
inscriptions
/ɪnˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: επιγραφή, αναγραφή, αφιέρωση;
USER: επιγραφές, επιγραφών, επιγραφές που, ενδείξεις
GT
GD
C
H
L
M
O
installed
/ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω;
USER: εγκατεστημένο, εγκατασταθεί, εγκατεστημένα, εγκαταστήσει, εγκατεστημένη
GT
GD
C
H
L
M
O
instrument
/ˈɪn.strə.mənt/ = NOUN: όργανο, εργαλείο, μουσικό όργανο;
USER: όργανο, εργαλείο, μέσο, μέσου, πράξη
GT
GD
C
H
L
M
O
insulation
/ˌɪn.sjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: μόνωση, απομόνωση;
USER: μόνωση, μόνωσης, μονωτικό, μονωτικά, μονώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
integrate
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω;
USER: ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ενσωμάτωση, ενσωματώνουν, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
integrated
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
interior
/ɪnˈtɪə.ri.ər/ = NOUN: εσωτερικό;
ADJECTIVE: εσωτερικός, ενδότερος;
USER: εσωτερικό, εσωτερικός, Εσωτερικών, εσωτερική, εσωτερικού
GT
GD
C
H
L
M
O
internal
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό
GT
GD
C
H
L
M
O
international
/ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής;
USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
introduction
/ˌɪn.trəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: εισαγωγή, σύσταση, προλεγόμενα;
USER: εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
inverter
/inˈvərtər/ = VERB: αντιστρέφω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω;
NOUN: ομοφυλόφιλος, αρσενοκοίτης;
USER: αντιστροφέας, μετατροπέα, μετατροπέας, inverter, αντιστροφέα
GT
GD
C
H
L
M
O
ion
/ˈaɪ.ɒn/ = NOUN: ιόν;
USER: ιόν, ιόντων, ion, ιόντος, ιόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
joined
/join/ = VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω;
USER: εντάχθηκαν, προσχώρησαν, εντάχθηκε, προσχώρησε, ένωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
kangoo
GT
GD
C
H
L
M
O
kept
/kept/ = VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: φυλάσσονται, τηρούνται, διατηρούνται, διατηρείται, διατηρηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
kerb
/kɜːb/ = NOUN: χαλιναγώγηση, κράσπεδο πεζοδρόμιου, ακρόλιθος πεζοδρόμιου, χαλινάρι;
ADJECTIVE: χαλινός;
VERB: συγκρατώ, χαλιναγωγώ;
USER: κράσπεδο, πεζοδρομίου, συγκράτηση, πεζοδρόμιο, περιορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
keywords
/ˈkiː.wɜːd/ = USER: λέξεις-κλειδιά, λέξεις κλειδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
kg
= USER: kg, κιλά, κ., χιλιόγραμμα, κιλό
GT
GD
C
H
L
M
O
kit
/kɪt/ = NOUN: σύνεργα, εργαλειοθήκη, αποσκευή, κιβώτιο εργαλείων, ατομικά είδη, εξάρτηση στρατιώτη, θήκη εργαλείων, εργαλεία τεχνίτη, γατάκι;
USER: kit, κιτ, σετ, πακέτο, εξάρτηση
GT
GD
C
H
L
M
O
kw
= USER: kW, κιλοβατημέρες,
GT
GD
C
H
L
M
O
l
= ABBREVIATION: μεγάλο;
USER: μεγάλο, l,
GT
GD
C
H
L
M
O
laboratory
/ˈlabrəˌtôrē/ = NOUN: εργαστήριο;
USER: εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστηριακές, εργαστηριακών, εργαστηριακή
GT
GD
C
H
L
M
O
laden
/ˈleɪ.dən/ = ADJECTIVE: φορτωμένος;
USER: φορτωμένος, φορτωμένο, φορτίο, έμφορτου, έμφορτου οχήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
lateral
/ˈlæt.rəl/ = ADJECTIVE: πλευρικός, πλάγιος;
USER: πλευρικός, πλευρική, πλευρικής, πλευρικές, πλάγια
GT
GD
C
H
L
M
O
launched
/lɔːntʃ/ = VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ;
USER: ξεκίνησε, που ξεκίνησε, δρομολογήθηκε, δρομολόγησε, ξεκινήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
layer
/ˈleɪ.ər/ = NOUN: στρώμα, επίπεδο, βλαστός ριζούμενος, ωοτόκος όρνις;
USER: στρώμα, επίπεδο, στιβάδα, στρώση, στρώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
leaving
/lēv/ = VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ;
USER: αφήνοντας, αφήνει, έξοδο, εξέρχονται, έξοδο από
GT
GD
C
H
L
M
O
lecturing
/ˈlek.tʃər/ = VERB: διδάσκω, επιπλήττω, δίδω διάλεξη;
USER: διαλέξεις, διδασκαλία, μαθήματα, διάλεξη, διδάσκει
GT
GD
C
H
L
M
O
length
/leŋθ/ = NOUN: μήκος, διάρκεια;
USER: μήκος, διάρκεια, μήκους, το μήκος, μήκος της
GT
GD
C
H
L
M
O
less
/les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα;
ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων;
USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο
GT
GD
C
H
L
M
O
lettering
/ˈlet.ər.ɪŋ/ = NOUN: γράμματα, γραφή διά γράμματων, σχεδίασμα διά γράμματων;
USER: γράμματα, γραφή διά γράμματων, σχεδίασμα διά γράμματων,
GT
GD
C
H
L
M
O
levels
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων
GT
GD
C
H
L
M
O
lever
/ˈliː.vər/ = NOUN: μοχλός, λοστός;
USER: μοχλός, μοχλό, μοχλού, μοχλ, το μοχλό
GT
GD
C
H
L
M
O
lifts
/lɪft/ = NOUN: ανελκυστήρας, ανύψωση, ασανσέρ, σήκωμα, βοήθεια, ύψωση, ανυψωτήρ, υψωτήρ;
VERB: σηκώνω, ανυψώνω, ανυψώ;
USER: ανελκυστήρες, ανελκυστήρων, αναβατήρες, λιφτ, λιφτ του
GT
GD
C
H
L
M
O
light
/laɪt/ = NOUN: φως, φανός, φωτιά, σέλας;
ADJECTIVE: ελαφρός, φωτεινός, ανοικτός, ανάλαφρος;
VERB: φωτίζω, ανάπτω, καταβαίνω;
USER: φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
GT
GD
C
H
L
M
O
lighter
/ˈlaɪ.tər/ = NOUN: αναπτήρας, αναπτήρ, τσακμάκι;
USER: αναπτήρας, ελαφρύτερο, αναπτήρα, ελαφρύτερα, ελαφρύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
limits
/ˈlɪm.ɪt/ = NOUN: όριο;
VERB: περιορίζω, συμπτύσσω;
USER: όρια, τα όρια, ορίων, των ορίων, περιορισμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
liquid
/ˈlɪk.wɪd/ = NOUN: υγρό, ρευστό;
ADJECTIVE: υγρός, ρευστός, χρηματικός;
USER: υγρό, υγρού, υγρών, υγρά, υγρή
GT
GD
C
H
L
M
O
lithium
/ˈlɪθ.i.əm/ = NOUN: λίθιο;
USER: λίθιο, λιθίου, του λιθίου, μπαταρία
GT
GD
C
H
L
M
O
litres
/ˈliː.tər/ = NOUN: λίτρο, λίτρο, λίτρο, λίτρο, ολίγος, ολίγος, ολίγος, ολίγος;
USER: λίτρα, λίτρων
GT
GD
C
H
L
M
O
located
/ləʊˈkeɪt/ = VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι;
USER: βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, που βρίσκονται, τοποθεσία
GT
GD
C
H
L
M
O
lock
/lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης;
VERB: κλειδώνω;
USER: κλειδαριά, κλειδώνω, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλείδωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
locked
/lɒk/ = VERB: κλειδώνω;
USER: κλειδωμένο, κλειδωμένη, κλειδωμένα, κλειδωθεί, κλειδωμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
logo
/ˈləʊ.ɡəʊ/ = USER: logo, λογότυπο, το λογότυπο, λογότυπου, λογότυπο της, λογότυπο της
GT
GD
C
H
L
M
O
los
/ˈlaɪ.ləʊ/ = USER: los, Λος, ομάδα los, τοποθεσία Λος, προορισμό Λος
GT
GD
C
H
L
M
O
low
/ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος;
VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω;
USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού
GT
GD
C
H
L
M
O
lower
/ˈləʊ.ər/ = ADJECTIVE: χαμηλότερος;
VERB: χαμηλώνω, υποβιβάζω, καταβιβάζω;
USER: μείωση, χαμηλότερο, χαμηλότερα, μειώσει, μειώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
luggage
/ˈlʌɡ.ɪdʒ/ = NOUN: αποσκευές, αποσκευή, αποσκευαί;
USER: αποσκευές, Χώρος, αποσκευών, τις αποσκευές, των αποσκευών
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
machine
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
machines
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
magnets
/ˈmæɡ.nət/ = NOUN: μαγνήτης;
USER: μαγνήτες, μαγνητών, μαγνήτες που, μαγνήτη
GT
GD
C
H
L
M
O
main
/meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων;
NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα;
USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
GT
GD
C
H
L
M
O
mains
/meɪn/ = NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα;
USER: δικτύου, δίκτυο, ρεύματος, ηλεκτρικό δίκτυο, τροφοδοσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
maximum
/ˈmæk.sɪ.məm/ = NOUN: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, ανώτατος όρος;
ADJECTIVE: ανώτατος;
USER: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
meanwhile
/ˈmiːn.waɪl/ = USER: Εν τω μεταξύ,, εν τω μεταξύ, τω μεταξύ, Στο μεταξύ, μεταξύ
GT
GD
C
H
L
M
O
measures
/ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά;
USER: μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, μέτρα για
GT
GD
C
H
L
M
O
mechanical
/məˈkæn.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: μηχανικός;
USER: μηχανικός, μηχανική, μηχανικές, μηχανικά, μηχανικό, μηχανικό
GT
GD
C
H
L
M
O
mechanics
/məˈkanik/ = NOUN: μηχανική;
USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικούς, μηχανικοί, μηχανικών
GT
GD
C
H
L
M
O
meter
/ˈmiː.tər/ = NOUN: μέτρο, μέτρο, μετρητής, όργανο μέτρησης;
VERB: μετρώ;
USER: μετρητής, μέτρο, μετρητή, μέτρων, μέτρου
GT
GD
C
H
L
M
O
method
/ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα;
USER: μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, τη μέθοδο, η μέθοδος, η μέθοδος
GT
GD
C
H
L
M
O
minutes
/ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: πρακτικά;
USER: πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτά με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
mirrors
/ˈmirər/ = NOUN: καθρέπτης;
VERB: κατοπτρίζω;
USER: καθρέφτες, καθρέπτες, κάτοπτρα, κατόπτρων, καθρεπτών
GT
GD
C
H
L
M
O
mm
= USER: mm, χιλ., χιλιοστά, μμ, ηη
GT
GD
C
H
L
M
O
mode
/məʊd/ = NOUN: τρόπος, μόδα, συρμός;
USER: τρόπος, λειτουργία, τρόπο, κατάσταση, λειτουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
models
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα;
VERB: προπλάττω;
USER: μοντέλα, μοντέλων, τα μοντέλα, υποδείγματα, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
modes
/məʊd/ = NOUN: τρόπος, μόδα, συρμός;
USER: τρόπων, τρόπους, λειτουργίες, μέσα, τρόποι
GT
GD
C
H
L
M
O
modules
/ˈmɒd.juːl/ = NOUN: μονάδα μέτρησης;
USER: modules, ενότητες, ενοτήτων, μονάδες, μονάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
mono
/ˈmɒn.əʊ/ = USER: μονο, μονο-, μονοφωνικά, mono,
GT
GD
C
H
L
M
O
motor
/ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ;
ADJECTIVE: κινητήριος;
VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο;
USER: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, με κινητήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
motors
/ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ;
USER: κινητήρες, μοτέρ, κινητήρων, Motors, ηλεκτροκινητήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
mounted
/ˈmaʊn.tɪd/ = ADJECTIVE: έφιππος;
USER: τοποθετημένο, τοποθετημένη, τοποθετημένα, τοποθετηθεί, τοποθετείται
GT
GD
C
H
L
M
O
moves
/muːv/ = NOUN: κίνηση;
VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ;
USER: κινήσεις, κινείται, μετακινείται, κινήσεων, τις κινήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
mud
/mʌd/ = NOUN: λάσπη, βόρβορος, πηλός, βούρκος;
USER: λάσπη, λάσπης, ιλύος, τη λάσπη, λάσπες
GT
GD
C
H
L
M
O
n
/en/ = USER: n, ν, η, κ, Β
GT
GD
C
H
L
M
O
named
/neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά
GT
GD
C
H
L
M
O
near
/nɪər/ = PREPOSITION: κοντά, παραλίγο να;
ADVERB: εγγύς, πλησίον, σχεδόν;
ADJECTIVE: κοντινός, στενός;
VERB: πλησιάζω;
USER: κοντά, πλησίον, κοντά σε, κοντα σε, κοντά στο
GT
GD
C
H
L
M
O
necessary
/ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος;
USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο
GT
GD
C
H
L
M
O
needle
/ˈniː.dl̩/ = NOUN: βελόνα, κορυφή, μυτερή άκρη, δείχτης;
VERB: ράπτω, ράβω;
USER: βελόνα, βελόνας, βελόνης, βελόνη, της βελόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
negative
/ˈneɡ.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: αρνητικός;
NOUN: άρνηση, πλάκα φωτογραφική;
VERB: αρνούμαι, αναιρώ;
USER: αρνητικός, αρνητική, αρνητικές, αρνητικό, αρνητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
net
/net/ = ADVERB: καθαρά;
NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος;
ADJECTIVE: καθαρός, χωρίς έκπτωση, εκκαθαρισμένος;
VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω;
USER: καθαρά, δίχτυ, καθαρός, δίκτυο, καθαρό
GT
GD
C
H
L
M
O
neutral
/ˈnjuː.trəl/ = ADJECTIVE: ουδέτερος, ακαθάριστος;
USER: ουδέτερος, ουδέτερο, ουδέτερη, ουδέτερα, ουδέτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
night
/naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά;
USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
nm
= USER: nm, ηπι, ηηι,
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
noise
/nɔɪz/ = NOUN: θόρυβος, βοή, κρότος, τύρβη, σαματάς;
VERB: διαδίδω;
USER: θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, ο θόρυβος
GT
GD
C
H
L
M
O
normal
/ˈnɔː.məl/ = ADJECTIVE: κανονικός, φυσιολογικός, ομαλός, φυσικός;
USER: κανονικός, κανονικά, κανονική, κανονικής, κανονικές, κανονικές
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
objective
/əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: σκοπός, αντικείμενο;
ADJECTIVE: αντικειμενικός, αμερόληπτος;
USER: σκοπός, αντικειμενικός, αντικείμενο, στόχος, στόχο
GT
GD
C
H
L
M
O
obtained
/əbˈteɪn/ = VERB: αποκτώ, βρίσκω, επικρατώ, προμηθεύομαι, εξασφαλίζω;
USER: λαμβάνεται, λαμβάνονται, που λαμβάνονται, ελήφθη, ελήφθησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
offered
/ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
offers
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
USER: προσφέρει, προσφορές, διαθέτει, παρέχει, τις προσφορές
GT
GD
C
H
L
M
O
oil
/ɔɪl/ = NOUN: έλαιο, λάδι, πετρέλαιο;
VERB: λαδώνω;
USER: πετρέλαιο, λάδι, έλαιο, πετρελαίου, του πετρελαίου
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
operating
= ADJECTIVE: λειτουργικός;
USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
operation
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, επιχείρηση, πράξη
GT
GD
C
H
L
M
O
operational
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: επιχειρήσεων, της εργασίας;
USER: επιχειρησιακά, λειτουργίας, επιχειρησιακή, επιχειρησιακών, επιχειρησιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
optimal
/ˈɒp.tɪ.məm/ = ADJECTIVE: άριστος;
USER: βέλτιστη, βέλτιστο, η βέλτιστη, βέλτιστης, βέλτιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
optimise
= VERB: βελτιστοποιώ;
USER: βελτιστοποίηση της, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποιήσουν, βελτιστοποιήσει, βελτιστοποιήσετε,
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
original
/əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/ = NOUN: πρωτότυπο;
ADJECTIVE: αρχικός, πρωτότυπος, αρχέτυπος, ιδιόμορφος;
USER: πρωτότυπο, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
output
/ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν;
USER: παραγωγή, απόδοση, προϊόν, εξόδου, παραγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
overall
/ˌəʊ.vəˈrɔːl/ = ADJECTIVE: ολικός;
ADVERB: ολοσχερώς, πέρα πέρα;
USER: συνολική, συνολικά, συνολικό, συνολικής, γενική
GT
GD
C
H
L
M
O
owners
/ˈəʊ.nər/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: Οι ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες, ιδιοκτητών, τους ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες των
GT
GD
C
H
L
M
O
owning
/əʊn/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: ιδιοκτησία, την ιδιοκτησία, που κατέχουν, κατέχουν, στην ιδιοκτησία
GT
GD
C
H
L
M
O
p
/piː/ = USER: p, π, σ, ρ, σ.
GT
GD
C
H
L
M
O
pack
/pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη;
VERB: πακετάρω, συσκευάζω, στριμώχνω;
USER: πακέτο, συσκευασία, το πακέτο, συσκευάσει, συσκευάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
package
/ˈpæk.ɪdʒ/ = NOUN: συσκευασία, πακέτο, δέμα, πακετάρισμα;
VERB: πακετάρω;
USER: πακέτο, συσκευασία, πακέτου, δέσμη, συσκευασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
packs
/pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη;
USER: πακέτα, συσκευασίες, συσκευασιών, πακέτων, packs
GT
GD
C
H
L
M
O
panel
/ˈpæn.əl/ = NOUN: πίνακας, φάτνωμα, κατάλογος ένορκων;
VERB: φατνώ, πλαισιώ;
USER: πίνακας, πίνακα, πάνελ, οθόνη, επιτροπή
GT
GD
C
H
L
M
O
paper
/ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτί, έγγραφο, εφημερίδα, χάρτης, βίβλος;
ADJECTIVE: χάρτινος;
VERB: καλύπτω με χάρτη;
USER: χαρτί, έγγραφο, χαρτιού, το χαρτί, εγγράφου
GT
GD
C
H
L
M
O
parameters
/pəˈræm.ɪ.tər/ = USER: παραμέτρους, παραμέτρων, παράμετροι, τις παραμέτρους, παραμέτρους που
GT
GD
C
H
L
M
O
park
/pɑːk/ = NOUN: πάρκο, παρκ, σταθμός αυτοκινήτων, δενδρόκηπος, μαραίνομαι, κήπος αναψυχής, δάσος αναψυχής;
VERB: παρκάρω, σταθμεύω;
USER: πάρκο, σε πάρκο, πάρκου, στάθμευσης, χώρος
GT
GD
C
H
L
M
O
parking
/ˈpɑː.kɪŋ/ = NOUN: στάθμευση, παρκάρισμα, σταμάτημα;
USER: στάθμευση, στάθμευσης, πάρκινγκ, χώρο στάθμευσης, χώρος στάθμευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
particularly
/pə(r)ˈtikyələrlē/ = ADVERB: λεπτομερώς, ιδιαιτερώς;
USER: ιδιαίτερα, ιδίως, ειδικότερα, κυρίως, ιδιαιτέρως, ιδιαιτέρως
GT
GD
C
H
L
M
O
passenger
/ˈpæs.ən.dʒər/ = NOUN: επιβάτης;
USER: επιβάτης, επιβατών, επιβατικών, επιβάτη, των επιβατών
GT
GD
C
H
L
M
O
pavements
/ˈpeɪv.mənt/ = NOUN: πεζοδρόμιο, λιθόστρωτο;
USER: πεζοδρόμια, πεζοδρομίων, οδοστρώματα, οδοστρωμάτων, τα πεζοδρόμια
GT
GD
C
H
L
M
O
payload
/ˈpeɪ.ləʊd/ = NOUN: φορτίο επί πληρωμή;
USER: ωφέλιμο φορτίο, φορτίο, ωφέλιμου φορτίου, το ωφέλιμο φορτίο, ωφέλιμο
GT
GD
C
H
L
M
O
peak
/piːk/ = NOUN: κορυφή, αιχμή, άκρο;
USER: κορυφή, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη
GT
GD
C
H
L
M
O
pedal
/ˈped.əl/ = NOUN: πετάλι, πεντάλι, ποδός, ποδείο;
VERB: κινώ διά των ποδών;
USER: πετάλι, πεντάλι, πεντάλ, το πεντάλ, πεντάλ του
GT
GD
C
H
L
M
O
performance
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
performances
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: παραστάσεις, παραστάσεων, επιδόσεις, εμφανίσεις, επιδόσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
performed
/pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω;
USER: εκτελείται, εκτελούνται, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, πραγματοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
ph
/ˌpiːˈeɪtʃ/ = USER: ph, ρΗ, τηλ, το pH, φ
GT
GD
C
H
L
M
O
phd
/ˌpiː.eɪtʃˈdiː/ = USER: phd, διδακτορικό, διδακτορική, διδακτορικά, Διδάκτωρ
GT
GD
C
H
L
M
O
placed
/pleɪs/ = VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: τοποθετούνται, τοποθετείται, τοποθετηθεί, διατίθενται, τοποθετήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
plant
/plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό;
VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς;
USER: φυτό, εργοστάσιο, φυτών, μονάδα, των φυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
platform
/ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα;
USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα
GT
GD
C
H
L
M
O
plug
/plʌɡ/ = NOUN: βύσμα, πώμα, πρίζα, βούλωμα, έμβολο, στόμιο, στόμιο υδροσωλήνος;
VERB: ταπώνω, βουλώνω;
USER: βύσμα, πώμα, πρίζα, βούλωμα, plug
GT
GD
C
H
L
M
O
plugged
/plʌɡ/ = VERB: ταπώνω, βουλώνω;
USER: συνδεδεμένο, στην πρίζα, πρίζα, συνδεθεί, συνδεδεμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
pollution
/pəˈluː.ʃən/ = NOUN: ρύπανση, μόλυνση;
USER: ρύπανση, μόλυνση, ρύπανσης, της ρύπανσης, τη ρύπανση
GT
GD
C
H
L
M
O
position
/pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία;
USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της
GT
GD
C
H
L
M
O
positions
/pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία;
USER: θέσεις, θέσεων, τις θέσεις, θέσεις που, θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
possible
/ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός;
USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
power
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος
GT
GD
C
H
L
M
O
powered
/-paʊəd/ = USER: τροφοδοτείται, powered, τροφοδοτούνται, κινούνται, που κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
powerful
/ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά
GT
GD
C
H
L
M
O
practical
/ˈpræk.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πρακτικός, χρήσιμος;
USER: πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά, πρακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
pre
/priː-/ = PREFIX: προ-;
USER: προ, πριν, pre, προ της, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
presence
/ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό;
USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
GT
GD
C
H
L
M
O
present
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι;
ADJECTIVE: τωρινός;
VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
presented
/prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσιάζονται, παρουσίασε, που παρουσιάζονται, παρουσιάζεται, παρουσιάστηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
presents
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν έγγραφο;
USER: δώρα, παρουσιάζει, τα δώρα, δώρα από, της δώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
presses
/pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας;
USER: πρέσες, πιεστήρια, πιέζει, πατήσει, πρέσσες
GT
GD
C
H
L
M
O
previous
/ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός;
USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
principle
/ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο;
USER: αρχή, αρχής, αρχήν, αρχή της
GT
GD
C
H
L
M
O
prof
/prɒf/ = USER: prof, καθ., καθηγ, Ο καθηγητής, καθηγητής
GT
GD
C
H
L
M
O
professor
/prəˈfes.ər/ = NOUN: καθηγητής;
USER: καθηγητής, καθηγητή, Καθηγήτρια, ο καθηγητής, τον καθηγητή
GT
GD
C
H
L
M
O
programme
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
project
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
projects
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων
GT
GD
C
H
L
M
O
propeller
/prəˈpel.ər/ = NOUN: προπέλα, κινητήρας, έλιξ πλοίου;
USER: προπέλα, έλικα, έλικας, προπέλας, ελίκων
GT
GD
C
H
L
M
O
propulsion
/prəˈpʌl.ʃən/ = NOUN: προώθηση, ώθηση;
USER: προώθηση, ώθηση, πρόωσης, προώθησης, πρόωση
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provides
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
pseudo
/ˈso͞odō/ = ADJECTIVE: ψευδής, καλπικός;
USER: ψευδο, ψευδό, ψευτο, pseudo
GT
GD
C
H
L
M
O
public
/ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο;
ADJECTIVE: δημόσιος;
USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
pulled
/pʊl/ = USER: τράβηξε, τραβιέται, σύρεται, τραβηχτεί, έβγαλε
GT
GD
C
H
L
M
O
pump
/pʌmp/ = NOUN: αντλία, τρόμπα, γόβα, σκαρπίνι;
VERB: αντλώ;
USER: αντλία, άντληση, αντλεί, αντλίας, αντλήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
pumps
/pʌmp/ = NOUN: γοβάκια;
USER: γόβες, αντλίες, αντλιών, αντλιες
GT
GD
C
H
L
M
O
quick
/kwɪk/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως;
ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, γοργός, ζωηρός;
USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορο, γρήγορη, τον γρήγορο, τον γρήγορο
GT
GD
C
H
L
M
O
r
/ɑr/ = USER: r, Ε, Κ, ρ, ιη,
GT
GD
C
H
L
M
O
radiator
/ˈreɪ.di.eɪ.tər/ = NOUN: καλοριφέρ, ψυγείο, θερμοπομπός, σώμα καλοριφέρ, ακτινοβολών, ψυγείο αυτοκίνητου;
USER: καλοριφέρ, ψυγείο, ψυγείου, θερμαντικό σώμα, του ψυγείου
GT
GD
C
H
L
M
O
rails
/reɪl/ = NOUN: κάγκελο, ράγια, βέργα, σιδηρά ράβδος, ξύλινη ράβδος, κιγκλίς, είδος αμφιβίου πτηνού;
VERB: κιγκλιδώ, υβρίζω, χλευάζω;
USER: ράγες, σιδηροτροχιές, σιδηροτροχιών, κάγκελα, κιγκλιδώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
range
/reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα;
VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές;
USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος
GT
GD
C
H
L
M
O
rare
/reər/ = ADJECTIVE: σπάνιος, μισοψημένο, αραιός, μισοψημένος, ολιγόψητος, σχεδόν άψητος;
USER: σπάνιος, σπάνια, σπάνιες, σπάνιο, σπάνιων
GT
GD
C
H
L
M
O
rate
/reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη;
VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω;
USER: τιμή, βαθμός, αναλογία, κόστος, ποσοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
rates
/reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη;
VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω;
USER: τιμές, ποσοστά, τα ποσοστά, επιτόκια, συντελεστές
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
realized
/ˈrɪə.laɪz/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, πραγματοποιώ, εννοώ;
USER: συνειδητοποίησε, υλοποιηθεί, συνειδητοποίησα, πραγματοποιηθεί, συνειδητοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
realizes
/ˈrɪə.laɪz/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, πραγματοποιώ, εννοώ;
USER: συνειδητοποιεί, αντιλαμβάνεται, πραγματοποιεί, καταλαβαίνει, συνειδητοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
rear
/rɪər/ = NOUN: όπισθεν, νώτα;
ADJECTIVE: οπίσθιος, τελευταίος;
VERB: υψώνω, εγείρω, ανατρέφω, υψούμαι;
USER: όπισθεν, οπίσθιος, πίσω, οπίσθιο, πίσω μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
receives
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: λαμβάνει, δέχεται, παραλαμβάνει, εισπράττει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
recovered
/rɪˈkʌv.ər/ = VERB: ανακτώ, αναρρώνω, επανευρίσκω, αναρρωνύω, ξανασκεπάζω, ξαναπαίρνω, σκεπάζω πάλι;
USER: ανάκτηση, ανακτηθεί, ανακτώνται, ανακτάται, ανακτηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
recovery
/rɪˈkʌv.ər.i/ = NOUN: ανάκτηση, ανάρρωση, ανόρθωση;
USER: ανάκτηση, ανάρρωση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης
GT
GD
C
H
L
M
O
recuperation
/rɪˈkuː.pər.eɪt/ = NOUN: ανάρρωση;
USER: ανάρρωση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάρρωσης, ανάπαυσή
GT
GD
C
H
L
M
O
red
/red/ = ADJECTIVE: κόκκινος, ερυθρός;
USER: κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινες, κόκκινες
GT
GD
C
H
L
M
O
reducer
/rɪˈdʒuː.sər/ = NOUN: περιστέλλων, ελαττών;
USER: μειωτήρα, μειωτήρας, μειωτή, μειωτής, μείωσης,
GT
GD
C
H
L
M
O
reducing
/rɪˈdjuːs/ = ADJECTIVE: αναγωγικός;
USER: μείωση, μειώνοντας, μείωση των, τη μείωση, μείωση του
GT
GD
C
H
L
M
O
reduction
/rɪˈdʌk.ʃən/ = NOUN: μείωση, αναγωγή, ελάττωση, έκπτωση, μετατροπή, υποβίβαση;
USER: μείωση, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
GT
GD
C
H
L
M
O
references
/ˈref.ər.əns/ = NOUN: αναφορά, παραπομπή, μνεία, σχέση, σύσταση, πληροφορία;
USER: αναφορές, παραπομπές, οι αναφορές, αναφορών, αναφοράς
GT
GD
C
H
L
M
O
regeneration
/rɪˈdʒen.ər.eɪt/ = NOUN: αναγέννηση;
USER: αναγέννηση, αναγέννησης, την αναγέννηση, ανάπλαση, αναζωογόνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
relief
/rɪˈliːf/ = NOUN: ανακούφιση, ανάγλυφο, περίθαλψη, ενίσχυση, επικουρία;
USER: ανακούφιση, ανάγλυφο, ανακούφισης, αρωγής, μέτρων
GT
GD
C
H
L
M
O
remaining
/rɪˈmeɪ.nɪŋ/ = NOUN: παραμένων;
USER: υπόλοιπα, υπόλοιπο, παραμένουν, υπόλοιπες, απομένει
GT
GD
C
H
L
M
O
remains
/rɪˈmeɪnz/ = NOUN: λείψανα, απομεινάρια, ερείπιο, εναπολείμματα;
USER: λείψανα, παραμένει, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, παραμένουν
GT
GD
C
H
L
M
O
renewable
/rɪˈnjuː.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: ανανεώσιμος, ανακαινίσιμος;
USER: ανανεώσιμες πηγές, ανανεώσιμων πηγών, ανανεώσιμες, ανανεώσιμη, ανανεώσιμων
GT
GD
C
H
L
M
O
repair
/rɪˈpeər/ = NOUN: επισκευή, επιδιόρθωση;
VERB: επισκευάζω, επιδιορθώνω, διορθώνω, μπαλλώνω, πηγαίνω;
USER: επισκευή, επιδιόρθωση, επισκευάσει, επιδιορθώσετε, την επισκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
reparation
/ˌrep.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: αποζημίωση, επανόρθωση, ικανοποίηση;
USER: αποζημίωση, επανόρθωση, ικανοποίηση, αποκατάσταση, αποζημιώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
replaced
/rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ;
USER: αντικαθίσταται, αντικαθίστανται, αντικαταστάθηκε, αντικατασταθεί, αντικατασταθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
represents
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύει το, παριστάνει, εκπροσωπεί, αποτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
require
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
research
/ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη;
VERB: ερευνώ;
USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών
GT
GD
C
H
L
M
O
responsive
/rɪˈspɒn.sɪv/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, αποκριτικός, απαντητικός;
USER: ανταποκρίνεται, ανταποκρίνονται, απόκριση, να ανταποκρίνεται, απόκρισης
GT
GD
C
H
L
M
O
restrictions
/rɪˈstrɪk.ʃən/ = NOUN: περιορισμός;
USER: περιορισμούς, περιορισμοί, περιορισμών, τους περιορισμούς, οι περιορισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
reveals
/rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω;
USER: αποκαλύπτει, φανερώνει, προκύπτει, δείχνει, αποκαλύψει
GT
GD
C
H
L
M
O
reverse
/rɪˈvɜːs/ = NOUN: αντίστροφο, πάθημα, αντίστροφη όψη, ατυχία, αντιξοότης, αντιξοότητα, ήττα;
ADJECTIVE: αντίστροφος;
VERB: αντιστρέφω, αναιρώ, ακυρώ;
USER: αντίστροφο, αντιστραφεί, αντιστρέψει, αναστροφή, αντιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
revised
/rɪˈvaɪzd/ = VERB: αναθεωρώ, υβρίζω, ονειδίζω;
USER: αναθεωρήθηκε, αναθεωρημένο, αναθεωρηθεί, αναθεωρείται, αναθεωρούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
ride
/raɪd/ = NOUN: βόλτα, ιππασία, περίπατος επί αυτοκίνητου, περίπατος επί άμαξης;
VERB: ιππεύω, οχούμαι, πηγαίνω επί αυτοκίνητου, άλογου κλπ.;
USER: βόλτα, οδηγούν, βόλτα στην, οδηγήσετε, οδηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
road
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
ADJECTIVE: χερσαίος;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
roads
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
USER: δρόμους, δρόμοι, δρόμων, οι δρόμοι, οδών
GT
GD
C
H
L
M
O
roll
/rəʊl/ = NOUN: ρολό, κύλινδρος, ρόλος, τόπι, αρτίσκος, κατάλογος, ψωμάκι;
VERB: κυλώ, τσουλάω, τυλίσσω, κυλίω, κυλιόμαι, τυλίσσομαι;
USER: ρολό, κυλήσει, roll, κυλήστε, αναπτύξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
romanian
/rʊˈmeɪ.ni.ən/ = ADJECTIVE: ρουμανικός;
NOUN: Ρουμανός;
USER: ρουμανικός, ρουμανική, Ρουμάνικα, ρουμανικά, της Ρουμανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
roof
/ruːf/ = NOUN: οροφή, στέγη, ταράτσα;
VERB: στεγάζω;
USER: στέγη, οροφή, ταράτσα, οροφής, στέγης
GT
GD
C
H
L
M
O
rotor
/ˈrəʊ.tər/ = NOUN: στροφείο, δρομεύς, περιστρεφόμενο μέρος ηλεκτρικής μηχανής;
USER: στροφείο, ρότορα, δρομέα, στροφείου, στροφέα
GT
GD
C
H
L
M
O
rpm
/ˌɑː.piːˈem/ = USER: rpm, σ.α.λ., στροφές, σαλ, στροφές ανά λεπτό
GT
GD
C
H
L
M
O
running
/ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων;
ADJECTIVE: τρεχάτος;
USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safety
/ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά;
ADJECTIVE: ασφαλής;
USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
sand
/sænd/ = NOUN: άμμος;
VERB: πασπαλίζω με άμμον;
USER: άμμος, άμμο, άμμου, αμμουδιά, την άμμο
GT
GD
C
H
L
M
O
satisfaction
/ˌsæt.ɪsˈfæk.ʃən/ = NOUN: ικανοποίηση, ευχαρίστηση;
USER: ικανοποίηση, ικανοποίησης, ικανοποίησή, την ικανοποίηση, ικανοποίηση των
GT
GD
C
H
L
M
O
schneider
= USER: Schneider, Η Schneider, της Schneider, στη Schneider, τη Schneider
GT
GD
C
H
L
M
O
seats
/siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία;
VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω;
USER: θέσεις, καθίσματα, θέσεων, έδρες, καθισμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
secondary
/ˈsek.ən.dri/ = ADJECTIVE: δευτερεύων;
USER: δευτερεύων, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή
GT
GD
C
H
L
M
O
selector
/sɪˈlek.tər/ = NOUN: διαλέκτης, εκλέκτορας;
USER: επιλογέα, επιλογέας, Επιλογή, επιλογής
GT
GD
C
H
L
M
O
semi
/ˈsem.i/ = PREFIX: ημι-, μισο-;
USER: ημι, semi, ημιρυμουλκούμενων, ημιρυμουλκούμενο, ημιρυμουλκούμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
serial
/ˈsɪə.ri.əl/ = ADJECTIVE: σειράς, σειριακός, διαδοχικός;
NOUN: επιφυλλίδα, δημοσίευμα εις τεύχη;
USER: σειράς, σειριακός, αύξοντα, σειριακή, σειριακό
GT
GD
C
H
L
M
O
serves
/sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα;
VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω;
USER: εξυπηρετεί, χρησιμεύει, σερβίρει, υπηρετεί, χρησιμεύει για
GT
GD
C
H
L
M
O
servo
/ˈsərvō/ = USER: σερβο, servo, σέρβο, σερβοαυλάκωσης,
GT
GD
C
H
L
M
O
setting
/ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος;
USER: ρύθμιση, τον καθορισμό, τη, καθορισμό, τη ρύθμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
shaft
/ʃɑːft/ = NOUN: στέλεχος, άξων, βέλος, κοντάρι, ράβδος, πηγάδι, αχτίδα, βαθύς τόπος;
USER: στέλεχος, άξων, άξονα, άξονας, ατράκτου
GT
GD
C
H
L
M
O
shafts
/ʃɑːft/ = NOUN: στέλεχος, άξων, βέλος, κοντάρι, ράβδος, πηγάδι, αχτίδα, βαθύς τόπος;
USER: άξονες, αξόνων, φρεάτια, φρέατα, ατράκτων
GT
GD
C
H
L
M
O
shock
/ʃɒk/ = NOUN: σοκ, δόνηση, τίναγμα, αιφνίδια ταραχή, πήδημα, αιφνίδια προσβολή, συγκλονισμός, θημωνιά, σωρός τρίχων;
VERB: τινάσσω, προσβάλλω, ταράσσω;
USER: σοκ, κραδασμών, καταπληξία, shock, κλονισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
shows
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
side
/saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά;
ADJECTIVE: πλάγιος;
USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά
GT
GD
C
H
L
M
O
sides
/saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά;
USER: πλευρές, πλευρών, όψεις, τις πλευρές, πλευρά
GT
GD
C
H
L
M
O
sign
/saɪn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα;
VERB: υπογράφω, νεύω;
USER: σήμα, σημείο, υπογράψει, υπογράψουν, εγγραφείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
signal
/ˈsɪɡ.nəl/ = NOUN: σύνθημα, σινιάλο, σημείο;
VERB: κάνω σημείο, συνενοούμαι με σύνθημα, νεύω;
ADJECTIVE: αξιοσημείωτος, εξαίρετος;
USER: σηματοδοτούν, σήμα, σήματος, σηματοδοτήσει, σημάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
significant
/sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
GT
GD
C
H
L
M
O
silent
/ˈsaɪ.lənt/ = ADJECTIVE: σιωπηλός, αμίλητος, εχέμυθος, άφωνος;
USER: σιωπηλός, σιωπηλή, αθόρυβη, σιωπηλό, σιωπηλοί, σιωπηλοί
GT
GD
C
H
L
M
O
similar
/ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος;
USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων
GT
GD
C
H
L
M
O
similarly
/ˈsɪm.ɪ.lə.li/ = ADVERB: ομοίως, παρομοίως;
USER: ομοίως, παρομοίως, παρόμοια, παρόμοιο
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
situations
/sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία;
USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
six
/sɪks/ = USER: six-, six;
USER: έξι, έξη, από έξι
GT
GD
C
H
L
M
O
size
/saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα;
VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω;
USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size
GT
GD
C
H
L
M
O
slippery
/ˈslɪp.ər.i/ = ADJECTIVE: λεπτός, ισχνός, λυγερός;
VERB: λεπτύνω, λεπτύνομαι, ισχναίνω;
USER: ολισθηρός, γλιστερός, ολισθηρό, ολισθηρές, ολισθηρά
GT
GD
C
H
L
M
O
slopes
/sləʊp/ = NOUN: κλίση, πλαγιά, κατωφέρεια, κλίση έδαφους;
USER: πλαγιές, πίστες, κλίσεις, πλαγιές του, πίστες του
GT
GD
C
H
L
M
O
snow
/snəʊ/ = NOUN: χιόνι;
VERB: χιονίζω;
USER: χιόνι, χιονό, χιονιού, ντεπόζιτο χιονό
GT
GD
C
H
L
M
O
socket
/ˈsɒk.ɪt/ = NOUN: υποδοχή, πρίζα, κόγχη ματιού, κοίλωμα συγκρατούν κάτι;
VERB: τοποθετώ εντός κοιλώματος;
USER: υποδοχή, πρίζα, υποδοχής, socket, πρίζας
GT
GD
C
H
L
M
O
softer
/sɒft/ = ADJECTIVE: μαλακώνων, μετριαστής;
USER: μαλακότερο, μαλακότερη, μαλακότερα, πιο ήπια, πιο μαλακό
GT
GD
C
H
L
M
O
solution
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
soon
/suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς;
USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
space
/speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος;
VERB: αραιώνω;
USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
special
/ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός;
USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
speed
/spiːd/ = NOUN: ταχύτητα, σπουδή, ταχύτης;
VERB: επιταχύνω, ευημερώ, κατευοδώνω, τρέχω γρήγορα, σπεύδω;
USER: ταχύτητα, επιταχύνει, επιτάχυνση, επιταχυνθεί, επιταχύνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
speedometer
/spiːˈdɒm.ɪ.tər/ = NOUN: ταχύμετρο;
USER: ταχύμετρο, ταχυμέτρου, ταχύμετρου, κοντέρ, μετρητή ταχύτητας
GT
GD
C
H
L
M
O
speeds
/spiːd/ = NOUN: ταχύτητα, σπουδή, ταχύτης;
USER: ταχύτητες, ταχυτήτων, ταχύτητα, στροφών, στροφές
GT
GD
C
H
L
M
O
sport
/spɔːt/ = NOUN: άθλημα, αθλητισμός, σπορ, διασκέδαση, ψυχαγωγία, σπορτ, παιγνίδι, χαρτοπαίκτης, αστείο;
ADJECTIVE: φίλαθλος;
VERB: παίζω, διασκεδάζω, επιδεικνύω, επιδεικνύομαι;
USER: αθλητισμός, άθλημα, σπορ, αθλητισμού, αθλητισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
springs
/sprɪŋ/ = NOUN: άνοιξη, ελατήριο, πηγή, πήδημα;
VERB: αναπηδώ, φύομαι, πηδώ, πηγάζω;
USER: ελατήρια, πηγές, ελατηρίων, Springs, Σπρινγκς
GT
GD
C
H
L
M
O
stability
/stəˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: σταθερότητα, σταθερότης;
USER: σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
stack
/stæk/ = NOUN: σωρός, καπνοδόχος, θημωνιά;
VERB: δεματιάζω, σωρεύω;
USER: καπνοδόχος, σωρός, θημωνιά, στοίβα, στοιβάζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
stacks
/stæk/ = NOUN: σωρός, καπνοδόχος, θημωνιά;
USER: στοίβες, stacks, σωροί, σωρούς, στοιβών
GT
GD
C
H
L
M
O
standard
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο;
ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος;
USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
starting
/stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα;
ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων;
USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
starts
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: ξεκινά, αρχίζει, ξεκινάει, αρχίζει να, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
stations
/ˈæk.ʃən ˌsteɪ.ʃənz/ = NOUN: σταθμός, θέση;
VERB: θέτω, τοποθετώ;
USER: σταθμούς, σταθμοί, σταθμών, πρατήρια, σταθμούς του
GT
GD
C
H
L
M
O
stator
/ˈstātər/ = NOUN: στάτωρ;
USER: στάτωρ, στάτορα, στάτη, του στάτη, του στάτορα,
GT
GD
C
H
L
M
O
steep
/stiːp/ = ADJECTIVE: απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός, κρημνώδης, υπερβολικός, κρημνός;
VERB: εμβρέχω, μουσκεύω, βουτώ;
USER: απότομος, απόκρημνος, απότομες, απότομη, απότομο
GT
GD
C
H
L
M
O
steering
/ˈstɪə.rɪŋ ˌkɒl.əm/ = NOUN: πηδαλιούχηση;
USER: πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, τιμόνι, υδραυλικό
GT
GD
C
H
L
M
O
steps
/step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα;
VERB: πατώ, βηματίζω;
USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
stored
/stɔːr/ = VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω;
USER: αποθηκευμένα, αποθηκεύονται, αποθηκεύεται, αποθηκευμένο, αποθηκευτεί, αποθηκευτεί
GT
GD
C
H
L
M
O
straightforward
/ˌstrātˈfôrwərd/ = ADJECTIVE: ειλικρινής, έντιμος, ευθώς;
USER: απλή, απλό, απλές, άμεση, απλά
GT
GD
C
H
L
M
O
structural
/ˈstrəkCHərəl/ = ADJECTIVE: κατασκευαστικός, οικοδομικός;
USER: διαρθρωτική, δομική, διαρθρωτικά, διαρθρωτικές, διαρθρωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
structures
/ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή;
USER: δομές, δομών, κατασκευές, των δομών, τις δομές, τις δομές
GT
GD
C
H
L
M
O
student
/ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητής, σπουδαστής;
USER: φοιτητής, σπουδαστής, σπουδαστών, φοιτητή, μαθητή, μαθητή
GT
GD
C
H
L
M
O
study
/ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο;
VERB: μελετώ, σπουδάζω;
USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
suited
/ˈsuː.tɪd/ = VERB: αρμόζω, ταιριάζω;
USER: κατάλληλη, κατάλληλο, προσαρμοσμένη, ταιριάζει, κατάλληλοι
GT
GD
C
H
L
M
O
supply
/səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθεια, ανεφοδιασμός, εφόδιο;
VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω;
USER: προμήθεια, παρέχουν, παρέχει, παροχή, παράσχει
GT
GD
C
H
L
M
O
surface
/ˈsɜː.fɪs/ = NOUN: επιφάνεια;
ADJECTIVE: επιφανειακός;
VERB: έρχομαι εις την επιφάνεια, λειαίνω;
USER: επιφάνεια, επιφάνειας, επιφανείας, επιφάνεια του, επιφανειακά
GT
GD
C
H
L
M
O
suspension
/səˈspen.ʃən/ = NOUN: εναιώρημα, ανάρτηση, παύση, ανακοπή;
USER: εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολή, αναστολής, αιώρημα
GT
GD
C
H
L
M
O
suv
/ˌes.juːˈvi/ = USER: SUV, SUV της"
GT
GD
C
H
L
M
O
switch
/swɪtʃ/ = NOUN: διακόπτης, αλλαγή, διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων, κινητοί συνδετικοί ράβδοι σιδηροδρόμου, μαστίγιο, συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων, λεπτή ράβδος, βέργα;
VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση;
USER: αλλαγή, διακόπτης, μεταβείτε, εναλλαγή, στραφούν
GT
GD
C
H
L
M
O
symposium
/sɪmˈpəʊ.zi.əm/ = NOUN: συμπόσιο, φιλολογική συγκέντρωση;
USER: συμπόσιο, συμποσίου, Symposium, συμπόσιο που, Συμπόσιο για
GT
GD
C
H
L
M
O
synchronous
/ˈsɪŋ.krə.nəs/ = ADJECTIVE: σύγχρονος;
USER: σύγχρονος, σύγχρονη, σύγχρονο, σύγχρονης, σύγχρονων
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
table
/ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ;
ADJECTIVE: επιτραπέζιος;
VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση;
USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια
GT
GD
C
H
L
M
O
taken
/ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
tank
/tæŋk/ = NOUN: δεξαμενή, ντεπόζιτο, άρμα μάχης, στέρνα, τάνκ, θωρηκτό;
USER: δεξαμενή, ντεπόζιτο, λάστιχα, δεξαμενής
GT
GD
C
H
L
M
O
technical
/ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός;
USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
telescopic
GT
GD
C
H
L
M
O
tension
/ˈten.ʃən/ = NOUN: ένταση, υπερένταση;
USER: ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
GT
GD
C
H
L
M
O
terrain
/təˈreɪn/ = NOUN: έδαφος, σχηματισμός του έδαφους;
USER: έδαφος, εδάφους, εδάφη, έκταση, ανάγλυφο
GT
GD
C
H
L
M
O
th
/ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
thermal
/ˈθɜː.məl/ = ADJECTIVE: θερμικός, θερμός, θερμαντικός;
USER: θερμικός, θερμική, θερμικής, θερμικές, θερμικό
GT
GD
C
H
L
M
O
thermostat
/ˈθɜː.mə.stæt/ = NOUN: θερμοστάτης, ρυθμιστής της θερμοκρασίας;
USER: θερμοστάτης, θερμοστάτη, του θερμοστάτη
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
thus
/ðʌs/ = ADVERB: έτσι, ούτως, τοιουτοτροπώς;
USER: έτσι, επομένως, συνεπώς, συνέπεια, εκ τούτου
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
top
/tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα;
ADJECTIVE: ανώτατος;
VERB: σκεπάζω, υπερβάλω;
USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή
GT
GD
C
H
L
M
O
torque
/tôrk/ = NOUN: ροπή, περιστροφική δύναμη;
USER: ροπή, ροπής, ροπή στρέψης, της ροπής, ροπής στρέψης,
GT
GD
C
H
L
M
O
total
/ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα;
ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος;
VERB: συμποσούμαι, αθροίζω;
USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό
GT
GD
C
H
L
M
O
track
/træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος;
VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
traction
/ˈtræk.ʃən/ = NOUN: έλξη, τράβηγμα, μεταφορά;
USER: έλξη, έλξης, πρόσφυση, πρόσφυσης, έλξεως
GT
GD
C
H
L
M
O
traditional
/trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος;
USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
train
/treɪn/ = NOUN: αμαξοστοιχία, τρένο, τραίνο, σειρά, ακολουθία, ειρμός, ουρά φορέματος;
VERB: προπονούμαι, γυμνάζομαι, γυμνάζω, διευθύνω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, εξασκούμαι;
USER: τρένο, αμαξοστοιχία, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
GT
GD
C
H
L
M
O
transfer
/trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου;
VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ;
USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
transmission
/trænzˈmɪʃ.ən/ = NOUN: διαβίβαση, μετάδοση, μεταβίβαση, ασύρματος πομπή;
USER: μετάδοση, διαβίβαση, μεταβίβαση, διαβίβασης, μετάδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
transmits
/tranzˈmit,trans-/ = VERB: διαβιβάζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω;
USER: εκπέμπει, μεταδίδει, διαβιβάζει, μεταδίδει το, εκπέμπει η
GT
GD
C
H
L
M
O
transportation
/ˌtræn.spɔːˈteɪ.ʃən/ = NOUN: μεταφορά, μεταγωγή, διαμετακόμιση, μετακόμιση;
USER: μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
transverse
/trænzˈvɜːs/ = ADJECTIVE: εγκάρσιος, διασταυρών, λοξός;
USER: εγκάρσιος, εγκάρσια, εγκάρσιο, εγκάρσιες, εγκάρσιου
GT
GD
C
H
L
M
O
trip
/trɪp/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, περιοδεία, παραπάτημα;
VERB: σκοντάπτω, βαδίζω ελαφρώς, κάνω κάποιον να σκοντάψει;
USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, Εκδρομή
GT
GD
C
H
L
M
O
turning
/ˈtɜː.nɪŋ/ = NOUN: στροφή;
ADJECTIVE: περιστροφικός;
USER: στροφή, καμπής, στρέφονται, μετατρέποντας, μετατροπή
GT
GD
C
H
L
M
O
turns
/tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος;
VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω;
USER: αποδεικνύεται, γυρίζει, μετατρέπει, στροφές, τελικά
GT
GD
C
H
L
M
O
turquoise
/ˈtərˌk(w)oiz/ = NOUN: τουρκουάζ, κάλαϊς;
USER: τυρκουάζ, καταγάλανα, τιρκουάζ, τουρκουάζ, γαλαζοπράσινα,
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
type
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο
GT
GD
C
H
L
M
O
under
/ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω;
ADVERB: από κάτω;
USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
unit
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
university
/ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο;
USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
unlike
/ʌnˈlaɪk/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, ανόμοιος;
USER: σε αντίθεση με, σε αντίθεση, αντίθετα, αντίθεση, αντίθεση με
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
usable
/ˈjuː.zə.bl̩/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιήσιμος, χρήσιμος;
USER: χρησιμοποιήσιμος, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, χρησιμοποιηθεί, χρησιμοποιηθούν, χρησιμοποιήσιμο
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
utility
/juːˈtɪl.ɪ.ti/ = NOUN: χρησιμότητα, ωφέλεια, χρησιμότης, ωφελιμότητα, δημόσια υπηρεσία, ωφελιμότης;
USER: χρησιμότητα, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
v
/viː/ = USER: v, κατά, ν
GT
GD
C
H
L
M
O
vacuum
/ˈvæk.juːm/ = NOUN: κενό;
USER: κενό, κενού, κενώ, σκούπα, κενόν
GT
GD
C
H
L
M
O
valve
/vælv/ = NOUN: βαλβίδα, λυχνία, δικλίδα, θυρίδα, αερβαλβίδα;
USER: βαλβίδα, βαλβίδας, βαλβίδων, βαλβίδος, της βαλβίδας
GT
GD
C
H
L
M
O
variable
/ˈveə.ri.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: μεταβλητός, ευμετάβλητος;
USER: μεταβλητός, μεταβλητή, μεταβλητής, μεταβλητό, μεταβλητού
GT
GD
C
H
L
M
O
variant
/ˈveə.ri.ənt/ = NOUN: διαφορά, παραλαγή, διαφέρων;
ADJECTIVE: διάφορος;
USER: παραλλαγή, παραλλαγής, παραλλαγή του, παραλλαγή της, εναλλακτική
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicle
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicles
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
ventilated
/ˈven(t)əˌlāt/ = USER: αεριζόμενες, αεριζόμενους, αεριζόμενα, αερίζονται, εξαεριζόμενη,
GT
GD
C
H
L
M
O
ventral
GT
GD
C
H
L
M
O
versatile
/ˈvɜː.sə.taɪl/ = NOUN: καθομιλουμένη, ιδιωματική γλώσσα, λαϊκή γλώσσα;
ADJECTIVE: ιδιωματικός;
USER: ευέλικτο, ευέλικτη, ευπροσάρμοστο, πολύπλευρο, ευέλικτα
GT
GD
C
H
L
M
O
version
/ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση;
USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
versions
/ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση;
USER: εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοχές, τις εκδόσεις, έκδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
via
/ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου;
USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των
GT
GD
C
H
L
M
O
vienna
= NOUN: Βιέννη;
USER: Βιέννη, vienna, Βιέννης, της Βιέννης
GT
GD
C
H
L
M
O
voltage
/ˈvɒl.tɪdʒ/ = NOUN: δυναμικό, τάση ηλεκτρικού ρεύματος, ηλεκτρομαγνυτική δύναμη;
USER: τάσης, τάση, τάσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
volume
/ˈvɒl.juːm/ = NOUN: τόμος, όγκος;
USER: όγκος, τόμος, όγκο, όγκου, ένταση
GT
GD
C
H
L
M
O
wall
/wɔːl/ = NOUN: τείχος, τοίχος;
VERB: περιτειχίζω;
USER: τοίχος, τείχος, τοίχο, τοίχωμα, τοιχώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
walls
/wɔːl/ = NOUN: τείχος, τοίχος;
VERB: περιτειχίζω;
USER: τοίχους, τοίχοι, τοιχώματα, τείχη, τοίχων
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
waste
/weɪst/ = NOUN: απόβλητα, σπατάλη, φθορά;
VERB: χαραμίζω, σταματώ, καταναλίσκω, φθείρω;
ADJECTIVE: άχρηστος, έρημος, σπάταλος, χέρσος;
USER: απόβλητα, τα απόβλητα, των αποβλήτων, χάνετε, σπαταλάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
water
/ˈwɔː.tər/ = NOUN: νερό, ύδωρ;
VERB: ποτίζω, νερώνω;
USER: νερό, ύδωρ, νερού, ύδατος, υδάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
ways
/-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
weight
/weɪt/ = NOUN: βάρος, βαρύτητα, κύρος, σπουδαιότητα, βαρύτης, σπουδαιότης;
USER: βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
wheel
/wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα;
VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς;
USER: τροχός, ρόδα, τιμόνι, τροχού, τροχό
GT
GD
C
H
L
M
O
wheelbase
/ˈ(h)wēlˌbās/ = USER: μεταξόνιο, το μεταξόνιο, μεταξονίου,
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
whenever
/wenˈev.ər/ = ADVERB: οποτεδήποτε, οσάκις;
USER: οποτεδήποτε, οσάκις, όποτε, κάθε φορά, όταν
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
whereby
/weəˈbaɪ/ = ADVERB: διά του οποίου, με τι;
USER: σύμφωνα με την οποία, όπου, οποία, την οποία, οπότε
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
whom
/huːm/ = PRONOUN: ποιόν;
USER: ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποία
GT
GD
C
H
L
M
O
width
/wɪtθ/ = NOUN: πλάτος, εύρος, φάρδος;
USER: πλάτος, εύρος, φάρδος, πλάτους, Πάχος
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
window
/ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο;
USER: παράθυρο, window, παραθύρου, παραθύρων, παράθυρο του, παράθυρο του
GT
GD
C
H
L
M
O
windows
/ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο;
USER: παράθυρα, windows, παραθύρων, τα παράθυρα, τζάμια
GT
GD
C
H
L
M
O
wiring
/ˈwaɪə.rɪŋ/ = NOUN: καλωδίωση, ηλεκτρική σύνδεση;
USER: καλωδίωση, καλωδίωσης, καλωδίων, καλωδιώσεις, καλωδιώσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
workday
/ˈwɜːk.deɪ/ = NOUN: ημέρα εργασίας;
USER: ημέρα εργασίας, εργάσιμης ημέρας, εργάσιμη ημέρα, εργάσιμη μέρα, workday
GT
GD
C
H
L
M
O
worked
/wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε
GT
GD
C
H
L
M
O
working
/ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος;
NOUN: τρόπος εργασίας;
USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
works
/wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο;
USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου
GT
GD
C
H
L
M
O
zero
/ˈzɪə.rəʊ/ = USER: zero-, zero, μηδέν, μηδενικό;
USER: μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού
786 words