Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
above /əˈbʌv/ = PREPOSITION: πάνω από; ADVERB: άνω, άνωθεν, υπεράνω, από πάνω, ως άνωθεν, εκεί πάνω, ανώτερος σε βαθμό; USER: πάνω από, άνω, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω

GT GD C H L M O
abs = USER: abs, κοιλιακούς, τους κοιλιακούς

GT GD C H L M O
absorbers /ˈʃɒk əbˌzɔː.bər/ = NOUN: απορροφητήρας, απορροφήτης; USER: απορροφητές, απορροφητήρες, αποσβεστήρες, απορροφητικά, απορροφητών,

GT GD C H L M O
abstract /ˈæb.strækt/ = NOUN: περίληψη, απόσπασμα, επιτομή; ADJECTIVE: αφηρημένος; VERB: αφαιρώ, αποσπώ, αποχωρίζω; USER: αφηρημένο, αφαιρώ, περίληψη, αφηρημένος, αφηρημένη

GT GD C H L M O
ac /əˈbɪs/ = ABBREVIATION: διαφορική αγωγιμότητα; USER: ac, αγ, εναλλασσομένου ρεύματος, εναλλασσόμενο, εναλλασσομένου,

GT GD C H L M O
academic /ˌæk.əˈdem.ɪk/ = ADJECTIVE: ακαδημαϊκός; USER: ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά

GT GD C H L M O
accelerator /akˈseləˌrātər/ = NOUN: επιταχυντής, επιταχύνων, γκάζι αυτοκίνητου; USER: επιταχυντής, επιταχυντή, γκαζιού, γκάζι, επιτάχυνσης

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
according /əˈkôrd/ = VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω; USER: σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, ανάλογα με

GT GD C H L M O
acknowledgments /əkˈnɒl.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: αναγνώριση, ομολογία; USER: ευχαριστίες, αναγνωρίσεις, επιβεβαιώσεις, παραδοχές, γνωστοποιήσεις

GT GD C H L M O
acquisition /ˌæk.wɪˈzɪʃ.ən/ = NOUN: απόκτηση, απόκτημα; USER: απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
activating /ˈæk.tɪ.veɪt/ = ADJECTIVE: ενεργοποιητικός, ενεργοποιήση; USER: ενεργοποιώντας, ενεργοποίηση, την ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, ενεργοποιεί

GT GD C H L M O
actual /ˈæk.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; USER: πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής

GT GD C H L M O
adapt /əˈdæpt/ = ADJECTIVE: πραγματικός

GT GD C H L M O
adapted /əˈdæpt/ = VERB: προσαρμόζω; USER: προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένη, προσαρμόζονται, προσαρμοστεί

GT GD C H L M O
adapting /əˈdæpt/ = NOUN: προσαρμογή; ADJECTIVE: προσαρμοστικός; USER: προσαρμογή, την προσαρμογή, προσαρμογής, για την προσαρμογή, προσαρμογή των

GT GD C H L M O
addition /əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση; USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από

GT GD C H L M O
additional /əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος; USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα

GT GD C H L M O
adjustment /əˈdʒʌst.mənt/ = NOUN: προσαρμογή, ρύθμιση, διευθέτηση, εφαρμογή, κανονισμός, απολογισμός; USER: προσαρμογή, ρύθμιση, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή

GT GD C H L M O
advantages /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: φόντα; USER: πλεονεκτήματα, τα πλεονεκτήματα, πλεονεκτημάτων, πλεονεκτήματα που, πλεονεκτήματά

GT GD C H L M O
aided /ād/ = VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, με τη βοήθεια, τη βοήθεια, ενισχυόμενο, υποβοηθείται

GT GD C H L M O
air /eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς; ADJECTIVE: αεροπορικός; VERB: αερίζω; USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα

GT GD C H L M O
al /-əl/ = USER: al, αλ, αϊ

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allows /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει

GT GD C H L M O
alongside /əˌlɒŋˈsaɪd/ = ADVERB: κατά μήκος της πλευράς, παραπλευρώς; ADJECTIVE: πλευρισμένος; USER: παράλληλα, παράλληλα με, μαζί με, μαζί, δίπλα

GT GD C H L M O
already /ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα; USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
alternative /ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο; ADJECTIVE: εναλλακτικός, εναλλάκτεος; USER: εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών

GT GD C H L M O
aluminium /əˈlo͞omənəm/ = NOUN: αλουμίνιο, αργίλιο; USER: αλουμίνιο, αργίλιο, αλουμινίου, αργιλίου, από αλουμίνιο

GT GD C H L M O
am /æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
analysis /əˈnæl.ə.sɪs/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση; USER: ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεις, αναλύσεως

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
angeles /ˈeɪn.dʒəl/ = USER: Angeles, Άντζελες, Αντζελες, ομάδα angeles,

GT GD C H L M O
angle /ˈæŋ.ɡl̩/ = NOUN: γωνία; VERB: αγκιστρεύω; USER: γωνία, γωνίας, οπτική γωνία, υπό γωνία

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
anti /ˈæn.ti/ = PREFIX: αντι-; USER: αντι, anti, κατά, καταπολέμησης, καταπολέμηση

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
approach /əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση; VERB: πλησιάζω; USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της

GT GD C H L M O
approximately /əˈprɒk.sɪ.mət.li/ = ADVERB: περίπου; USER: περίπου, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, περίπου το, σχεδόν

GT GD C H L M O
april /ˈeɪ.prəl/ = NOUN: Απρίλιος; USER: Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ

GT GD C H L M O
arch /ɑːtʃ/ = NOUN: αψίδα, θόλος, κάμαρα; ADJECTIVE: πανούργος; USER: αψίδα, Arch, καμάρα, τόξο, τόξου

GT GD C H L M O
architecture /ˈɑː.kɪ.tek.tʃər/ = NOUN: αρχιτεκτονική; USER: αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, την αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονική του

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
areas /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που

GT GD C H L M O
arm /ɑːm/ = NOUN: μπράτσο, βραχιόνας; VERB: οπλίζω; USER: μπράτσο, βραχίονα, χέρι, βραχίονας, σκέλος, σκέλος

GT GD C H L M O
arrangement /əˈreɪndʒ.mənt/ = NOUN: συμφωνία, διευθέτηση, κανονισμός; USER: διευθέτηση, συμφωνία, διάταξη, ρύθμιση, καθεστώς

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
aspect /ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις; USER: άποψη, πτυχή, πλευρά, όψη, στοιχείο

GT GD C H L M O
assembly /əˈsem.bli/ = NOUN: συνέλευση, συνδεσμολογία; USER: συνέλευση, Συνέλευσης, συγκρότημα, συναρμολόγηση, συναρμολόγησης

GT GD C H L M O
assist /əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ; USER: βοηθήσει, επικουρεί, βοηθούν, βοηθήσουν, συνδράμει

GT GD C H L M O
assistance /əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια; USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση

GT GD C H L M O
assoc = USER: αν., assoc, Αναπλ, αναπλ., Αναπληρωτής

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
authorized /ˈɔː.θər.aɪz/ = VERB: εξουσιοδοτώ, εγκρίνω; USER: εξουσιοδοτημένο, άδεια, επιτρέπεται, εγκριθεί, επιτρέπονται

GT GD C H L M O
auto /ˈɔː.təʊ/ = PREFIX: αυτο-; USER: auto, αυτοκινήτων, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματο

GT GD C H L M O
automatic /ˌôtəˈmatik/ = NOUN: αυτόματο; ADJECTIVE: αυτόματος; USER: αυτόματο, αυτόματος, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματα, αυτόματα

GT GD C H L M O
automatically /ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως; USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα

GT GD C H L M O
automobile /ˌôtəmōˈbēl/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία

GT GD C H L M O
automotive /ˌôtəˈmōtiv/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκινητοβιομηχανία, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκίνητα, αυτοκινήτου

GT GD C H L M O
autonomy /ɔːˈtɒn.ə.mi/ = NOUN: αυτονομία; USER: αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας

GT GD C H L M O
auxiliary /ôgˈzilyərē,-ˈzil(ə)rē/ = ADJECTIVE: βοηθητικός; USER: βοηθητικός, βοηθητικό, βοηθητικά, βοηθητικών, βοηθητική

GT GD C H L M O
availability /əˌveɪ.ləˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: διαθεσιμότητα, διαθεσιμότης; USER: διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
average /ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος; VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω; USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο

GT GD C H L M O
axle /ˈæk.sl̩/ = NOUN: άξονας, άξων τροχού, άξων τροχαλίας; USER: άξονας, άξονα, αξόνων, άξονας με, άξονος

GT GD C H L M O
axles /ˈaksəl/ = NOUN: άξονας, άξων τροχού, άξων τροχαλίας; USER: άξονες, αξόνων, άξονα, των αξόνων, άξονες που,

GT GD C H L M O
bar /bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο; VERB: κωλύω, αποθαρρύνω; USER: μπαρ, ράβδος, μπάρα, Bar, γραμμή

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
battery /ˈbæt.ər.i/ = NOUN: μπαταρία, συστοιχία, πυροβολαρχία, βιαιοπραγία, ηλεκτρική συστοιχία, συσωρευτής, κτύπημα; USER: μπαταρία, μπαταρίας, μπαταριών, της μπαταρίας, συσσωρευτή

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
behind /bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος; USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν

GT GD C H L M O
beneath /bɪˈniːθ/ = ADVERB: κάτω από, χαμηλά, υποκάτω; USER: κάτω από, κάτω, από κάτω, κάτωθεν

GT GD C H L M O
benefit /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν

GT GD C H L M O
benefited /ˈben.ɪ.fɪt/ = VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: επωφελήθηκαν, επωφελήθηκε, ωφελήθηκαν, ωφεληθεί, επωφεληθεί

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
blocked /blɒk/ = VERB: εμποδίζω, κωλύω, φράσσω, παρεμποδίζω, φορμάρω; USER: μπλοκαριστεί, αποκλειστεί, μπλοκάρει, αποκλεισμένη, μπλοκάρεται

GT GD C H L M O
blue /bluː/ = ADJECTIVE: μπλε, γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μελαγχολικός, κακόκεφος, άκεφος, δύσθυμος; NOUN: λουλάκι; USER: μπλε, γαλάζιο, blue, γαλάζια, μπλε του

GT GD C H L M O
bms

GT GD C H L M O
board /bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου; VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω; USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους

GT GD C H L M O
boast /bəʊst/ = NOUN: καύχημα; VERB: καυχώμαι, καυχιέμαι; USER: καυχηθεί, διαθέτουν, καυχηθούν, επαίρεται, καυχώνται

GT GD C H L M O
body /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός

GT GD C H L M O
boot /buːt/ = NOUN: μπότα, παπούτσι, υπόδημα; VERB: κλωτσώ; USER: μπότα, εκκίνηση, εκκινήσετε, την εκκίνηση, εκκίνησης

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
box /bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα; VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ; USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση

GT GD C H L M O
brake /breɪk/ = NOUN: φρένο, τροχοπέδη, μηχάνημα σταματών την κίνηση, λόχμη; USER: φρένο, τροχοπέδη, φρένων, φρένου, πέδησης

GT GD C H L M O
braking /breɪk/ = USER: πέδησης, πέδηση, φρενάρισμα, φρεναρίσματος, την πέδηση

GT GD C H L M O
brushed /brʌʃt/ = VERB: βουρτσίζω, τρίβω; USER: βουρτσισμένο, brushed, ματ, πινελιάς, βούρτσα

GT GD C H L M O
built /ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το; USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο

GT GD C H L M O
button /ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο; VERB: κουμπώνω; USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
cabin /ˈkæb.ɪn/ = NOUN: καμπίνα, καλύβα, καλύβι, θάλαμος πλοίου; USER: καμπίνα, θαλάμου επιβατών, θαλάμου, καμπίνας, θάλαμο

GT GD C H L M O
cable /ˈkeɪ.bl̩/ = NOUN: καλώδιο, παλαμάρι; VERB: τηλεγραφώ; USER: καλώδιο, καλωδιακή, καλωδίου, καλωδίων, καλωδιακά

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
capacity /kəˈpæs.ə.ti/ = NOUN: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, θέση, αξίωμα, πνευματική αντίληψη; USER: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, ικανότητας, χωρητικότητας

GT GD C H L M O
capped /-kæpt/ = VERB: καλύπτω, υπερτερώ, υπερβάλλω; USER: ανώτατο όριο, προσαρμοσμένη, με ανώτατο όριο, καλύπτεται, ανώτατο

GT GD C H L M O
car /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο

GT GD C H L M O
carrying /ˌkær.i.ɪŋˈɒn/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ; USER: μεταφέρουν, που μεταφέρουν, λογιστική, άσκηση, εκτέλεση

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
case /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση

GT GD C H L M O
central /ˈsen.trəl/ = ADJECTIVE: κεντρικός, επίκεντρος; USER: κεντρικός, Κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής

GT GD C H L M O
centre /ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο, κέντρο, κέντρο; VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω; USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
characteristics /ˌkariktəˈristik/ = NOUN: χαρακτηριστικό γνώρισμα; USER: χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά του, χαρακτηριστικά που

GT GD C H L M O
charge /tʃɑːdʒ/ = NOUN: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, κατηγορία, γόμωση, έξοδα, εποπτεία, επίθεση, μήνυση, φροντίδα, κηδεμονία; VERB: φορτίζω; USER: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, υπεύθυνος, επιφορτισμένες

GT GD C H L M O
charged /tʃɑːdʒd/ = ADJECTIVE: κατηγορούμενος; USER: χρεώνονται, χρεωθεί, χρεώνεται, φορτισμένη, ακυρωτικά

GT GD C H L M O
charger /ˈtʃɑː.dʒər/ = NOUN: πολεμικός ίππος, άλογο αξιωματικού; USER: φορτιστή, φορτιστής, charger, φόρτισης

GT GD C H L M O
charges /tʃɑːdʒ/ = NOUN: ταρίφα; USER: επιβαρύνσεις, τέλη, επιβαρύνσεων, χρεώσεις, τελών

GT GD C H L M O
charging /tʃɑːdʒ/ = VERB: φορτίζω, χρεώνω, κατηγορώ, επιβαρύνω, επιφορτίζω, ζητώ, καταμαρτυρώ, εφορμώ; USER: φόρτιση, φόρτισης, χρέωσης, χρέωση, τη φόρτιση

GT GD C H L M O
chassis /ˈʃæs.i/ = NOUN: σασί, αμάξωμα, σκελετός αυτοκίνητου; USER: σασί, αμάξωμα, πλαίσιο, πλαισίου, δυναμομετρική

GT GD C H L M O
choose /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν

GT GD C H L M O
chosen /ˈtʃəʊ.zən/ = ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέγεται, επιλέγονται, επιλέξει, επιλεγεί, επέλεξε

GT GD C H L M O
circle /ˈsɜː.kl̩/ = NOUN: κύκλος, συντροφιά, εξώστης θέατρου; VERB: διαγράφω κύκλο, κάνω τον γύρο, περιέρχομαι, περικυκλώνω; USER: κύκλος, κύκλο, κύκλου, τον κύκλο

GT GD C H L M O
circuit /ˈsɜː.kɪt/ = NOUN: κύκλωμα, περιφέρεια, γύρος, περίμετρος, τροχιά, κύκλωμα ηλεκτρικό; VERB: κάνω περιοδεία; USER: κύκλωμα, κυκλώματος, κυκλωμάτων, του κυκλώματος

GT GD C H L M O
city /ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ; USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του

GT GD C H L M O
classic /ˈklæs.ɪk/ = ADJECTIVE: κλασσικός; NOUN: κλασσικό έργο; USER: classic, κλασικό, κλασικά, κλασική, κλασικού, κλασικού

GT GD C H L M O
clearance /ˈklɪə.rəns/ = NOUN: εκτελωνισμός, καθάρισμα, εκποίηση, ξεχέρσωμα, εκκαθάρισις, ανοικτός χορός; USER: κάθαρση, εκκαθάριση, εκκαθάρισης, κάθαρσης, την εκκαθάριση

GT GD C H L M O
closed /kləʊzd/ = ADJECTIVE: κλειστό, κλειστός; USER: κλειστό, κλειστός, κλείσει, έκλεισε, κλειστά, κλειστά

GT GD C H L M O
clutch /klʌtʃ/ = NOUN: συμπλέκτης, αμπραγιάζ, λαβή, ντεμπραγιάζ, αυγά εκκολάψεως, συσφιγκτήρας, άρπαγμα; VERB: πιάνω, αρπάζω; USER: συμπλέκτη, συμπλέκτης, συμπλέκτη για, συμπλέκτου, του συμπλέκτη

GT GD C H L M O
cockpit /ˈkɒk.pɪt/ = NOUN: στίβος κοκκορομαχιών, πεδίο μαχών, θέση αεροπόρου, καμπίνα πιλότου; USER: cockpit, πιλοτήριο, πιλοτηρίου, κόκπιτ, θάλαμο διακυβέρνησης

GT GD C H L M O
coil /kɔɪl/ = NOUN: σπείρα, κουλούρα, έλιξ, κότσος, ταραχή; VERB: συσπειρώνω, τυλίγω, περιτυλίσσομαι, συσπειρώμαι, περιτυλίσσω; USER: σπείρα, κουλούρα, πηνίο, πηνίου, coil

GT GD C H L M O
color /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία; ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός; VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα; USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη

GT GD C H L M O
colors /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρωματιστά; USER: χρώματα, χρωμάτων, τα χρώματα, χρώμα

GT GD C H L M O
column /ˈkɒl.əm/ = NOUN: στήλη, κολόνα, φάλαγγα, στύλος, κίων; USER: στήλη, στήλης, στηλών, κολόνα

GT GD C H L M O
combustion /kəmˈbʌs.tʃən/ = NOUN: καύση, ανάφλεξη; USER: καύση, καύσης, καύσεως, την καύση

GT GD C H L M O
comes /kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά

GT GD C H L M O
comfort /ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο; VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω; USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση

GT GD C H L M O
command /kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία; VERB: προστάζω, διοικώ; USER: εντολή, διοίκηση, εντολών, εντολής, γραμμή

GT GD C H L M O
commercialized /kəˈmɜː.ʃəl.aɪz/ = VERB: εμπορεύομαι, μεταβάλλω σε επιχείρηση, εμποροποιώ; USER: εμπόριο, εμπορευματοποιηθεί, στο εμπόριο, εμπορευματοποιείται, εμπορευματοποιούνται

GT GD C H L M O
communication /kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα; USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών

GT GD C H L M O
compact /kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας; ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός; VERB: συμπυκνώνω; USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
compared /kəmˈpeər/ = VERB: συγκρίνω, παρομοιάζω, παραβάλλω, παραλληλίζω, συσχετίζω; USER: σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σύγκριση, σε σχέση, έναντι

GT GD C H L M O
compartment /kəmˈpɑːt.mənt/ = NOUN: διαμέρισμα, θάλαμος, κουπέ; USER: διαμέρισμα, διαμερίσματος, χώρου, θαλάμου, θάλαμο

GT GD C H L M O
components /kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος; USER: εξαρτήματα, συνιστώσες, συστατικά, στοιχεία, εξαρτημάτων

GT GD C H L M O
compressor /kəmˈprɛsə/ = NOUN: συμπιεστής; USER: συμπιεστής, συμπιεστή, αεροσυμπιεστή, συμπιεστών, του συμπιεστή

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
concept /ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα; USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της

GT GD C H L M O
conclusions /kənˈkluː.ʒən/ = NOUN: σύναψη, συμπέρασμα, πέρας, τέλος, κατάληξη, λήξη, αποτέλεσμα, φινάλε; USER: συμπεράσματα, συμπερασμάτων, τα συμπεράσματα, συμπεράσματα του, συμπεράσματά

GT GD C H L M O
conditioning /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: αιρ-κοντίσιον; USER: κλιματισμού, Κλιματισμός, conditioning, κλιματισμό, μπάνιου

GT GD C H L M O
conditions /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις; USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών

GT GD C H L M O
conductors /kənˈdəktər/ = USER: αγωγούς, αγωγοί, αγωγών, τους αγωγούς, των αγωγών,

GT GD C H L M O
conical = ADJECTIVE: κωνικός; USER: κωνικός, κωνικό, κωνική, κωνικού, κωνικά"

GT GD C H L M O
connect /kəˈnekt/ = VERB: συνδέω, συνδέομαι; USER: συνδεθείτε, συνδέστε, σύνδεση, συνδέσετε, συνδέουν

GT GD C H L M O
connection /kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία; USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο

GT GD C H L M O
connexion = USER: Connexion, σύνδεση στο, Connexion της

GT GD C H L M O
consistently /kənˈsɪs.tənt/ = ADVERB: με συνέπεια; USER: με συνέπεια, συνέπεια, σταθερά, πάγια, συνεχώς

GT GD C H L M O
construction /kənˈstrʌk.ʃən/ = NOUN: κατασκευή, δομή, οικοδομή, ερμηνεία, κτίριο, κατασκεύασμα, έννοια, κτίση, σύνταξη γραμματική; USER: κατασκευή, κατασκευής, την κατασκευή, κατασκευών, κατασκευές

GT GD C H L M O
consumption /kənˈsʌmp.ʃən/ = NOUN: καταναλωτής

GT GD C H L M O
contactor = USER: ρελέ, επαφέα, επαφής, contactor, επαφέας,

GT GD C H L M O
contents /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενα; USER: περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
continental /ˈkɒn.tɪ.nənt/ = ADJECTIVE: ηπειρωτικός, ευρωπαϊκός; USER: ηπειρωτικός, ευρωπαϊκός, ηπειρωτική, ηπειρωτικής, continental

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
controlled /kənˈtrōl/ = VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: ελέγχεται, ελέγχονται, ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχθεί

GT GD C H L M O
conventional /kənˈvenCHənl/ = ADJECTIVE: συμβατικός, συνηθισμένος, παραδοσιακός, κλασσικός, τυπικός, συνβατικός, εθιμοτυπικός; USER: συμβατικός, συμβατικές, συμβατικά, συμβατικό, συμβατική

GT GD C H L M O
converter /kənˈvɜː.tər/ = NOUN: μετατροπέας, μετατροπεύς, προσηλυτιστής, εναλλακτήρας; USER: μετατροπέας, μετατροπέα, converter, μετατροπής

GT GD C H L M O
converts /kənˈvɜːt/ = NOUN: προσήλυτος; USER: μετατρέπει, μετατρέπει το, μετατρέπει την, μετατρέπει τα, μετατρέπεται

GT GD C H L M O
cooled /ˈeə.kuːld/ = VERB: δροσίζω, κρυώνω, ψύχω; USER: ψύχεται, ψύχονται, ψυχθεί, ψύχθηκε, κρυώσει

GT GD C H L M O
cooling /ˈkuː.lɪŋ/ = NOUN: ψύξη; ADJECTIVE: δροσιστικός; USER: ψύξη, ψύξης, την ψύξη, από ψύξη, ψύξεως

GT GD C H L M O
cope /kəʊp/ = VERB: αντιμετωπίζω, παλαίω; NOUN: άμφια, μανδύας ιερέως; USER: αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν, αντιμετώπιση, να αντιμετωπίσει

GT GD C H L M O
cost /kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο; VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ; USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
countries /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες

GT GD C H L M O
coupled /ˈkʌp.l̩/ = VERB: ζευγαρώνω, ζευγνύω, κομπλάρω, ενώνω; USER: σε συνδυασμό, συνδυασμό, συνδεδεμένη, συζευγμένο, συνδέεται

GT GD C H L M O
coupling /ˈkʌp.lɪŋ/ = NOUN: σύζευξη, σύνδεση, ένωση, ζευγάρωμα, δεσμός, κομπλάρισμα; USER: σύζευξη, σύνδεση, ζεύξης, σύζευξης, συζεύξεως

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
covered /-kʌv.əd/ = ADJECTIVE: σκεπαστός; USER: καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, που, καλύπτει

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
crossover /ˈkrɒsəʊvə/ = USER: crossover, διασταύρωσης, διέλευσης, διασταύρωση, διασταυρούμενη,

GT GD C H L M O
current /ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους; ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών; USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή

GT GD C H L M O
currently /ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή; USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος

GT GD C H L M O
cuts /kʌt/ = NOUN: τομή, κόψιμο, ελάττωση, μερίδιο, χαρακιά; VERB: κόβω, τέμνω, χαράσσω, κόπτω; USER: περικοπές, τεμάχια, μειώσεις, περικοπών, κοψίματα

GT GD C H L M O
cycle /ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα; VERB: ποδηλατώ, κάνω ποδήλατο; USER: κύκλος, κύκλου, κύκλο, του κύκλου, τον κύκλο

GT GD C H L M O
d /əd/ = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
dark /dɑːk/ = NOUN: σκοτάδι, σκότος; ADJECTIVE: σκοτεινός, σκούρος, μελαχροινός, μαυριδερός, μελαψός; USER: σκοτάδι, σκοτεινός, σκούρο, σκοτεινό, σκοτεινή

GT GD C H L M O
dashboard /ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου; USER: ταμπλό, πίνακα εργαλείων, πίνακα οργάνων, ταμπλώ, ταμπλό του αυτοκινήτου

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
decelerates /dēˈseləˌrāt/ = VERB: επιβραδύνω, κόβω ταχύτητα; USER: επιβραδύνει, επιβραδύνεται, φρενάρει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει το,

GT GD C H L M O
degree /dɪˈɡriː/ = NOUN: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, μοίρα, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, βαθμός θερμοκρασίας, μοίρα κύκλου; USER: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, βαθμό, βαθμού

GT GD C H L M O
delivers /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; USER: παραδίδει, αποδίδει, προσφέρει, παρέχει, δίνει

GT GD C H L M O
demand /dɪˈmɑːnd/ = NOUN: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, αξίωση; VERB: απαιτώ, αξιώ, αξιώνω; USER: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, ζήτησης, της ζήτησης

GT GD C H L M O
density /ˈden.sɪ.ti/ = NOUN: πυκνότητα, βραδύνοια; USER: πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, πυκνότητα του, η πυκνότητα

GT GD C H L M O
department /dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος; USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department

GT GD C H L M O
departure /dɪˈpɑː.tʃər/ = NOUN: αναχώρηση, παρέκκλιση, απομάκρυνση, εκκίνηση, ξεκίνημα, αποβίωση; USER: αναχώρηση, αναχώρησης, την αναχώρηση, αναχώρησή, αποχώρηση

GT GD C H L M O
depending /dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι; USER: ανάλογα, ανάλογα με, αναλόγως, εξαρτώνται, εξαρτώνται

GT GD C H L M O
depicts /dɪˈpɪkt/ = VERB: απεικονίζω, ζωγραφίζω, περιγράφω, παριστάνω; USER: απεικονίζει, εικονίζει, αναπαριστά, απεικονίζεται, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
developed /dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος; USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες

GT GD C H L M O
device /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης

GT GD C H L M O
diameter /daɪˈæm.ɪ.tər/ = NOUN: διάμετρος; USER: διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου

GT GD C H L M O
diesel /ˈdiː.zəl/ = NOUN: ντίζελ; USER: ντίζελ, diesel, ντήζελ, πετρέλαιο, πετρελαίου

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
differential /ˌdɪf.əˈren.ʃəl/ = NOUN: διαφορικός; USER: διαφορικός, απόκλιση, διαφορά, διαφορική, διαφορικό

GT GD C H L M O
differentiates /ˌdɪf.əˈren.ʃi.eɪt/ = VERB: διαφοροποιώ, διακρίνω, κάνω διάκριση, διαφέρω; USER: διαφοροποιεί, διαφοροποιείται, που διαφοροποιεί, διαφοροποιεί την, διάκριση

GT GD C H L M O
dimensions /ˌdaɪˈmen.ʃən/ = NOUN: διάσταση, μέγεθος; USER: διαστάσεις, διαστάσεων, τις διαστάσεις, οι διαστάσεις, διάσταση

GT GD C H L M O
directly /daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν; USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
disc /dɪsk/ = NOUN: δίσκος, δισκάριο; USER: δίσκος, δίσκο, δίσκου, του δίσκου, δίσκων

GT GD C H L M O
discipline /ˈdɪs.ə.plɪn/ = NOUN: πειθαρχία, γυμνάζω; VERB: τιμωρώ, πειθαρχώ, δαμάζω, υποβάλλω σε πειθαρχία; USER: πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, της πειθαρχίας

GT GD C H L M O
discs /dɪsk/ = NOUN: δίσκος, δισκάριο; USER: δίσκοι, δίσκων, δίσκους, τους δίσκους, δίσκους που

GT GD C H L M O
display /dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση; VERB: εκθέτω, επιδεικνύω, παρουσιάζω, δείχνω; USER: επίδειξη, εμφανίσετε, εμφανιστεί, εμφάνιση, εμφανίσει, εμφανίσει

GT GD C H L M O
displays /dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση; USER: οθόνες, εμφανίζει, επιδείξεις, Εμφανίζεται, Displays

GT GD C H L M O
distributes /dɪˈstrɪb.juːt/ = VERB: διανέμω, μοιράζω; USER: διανέμει, κατανέμει, διανέμει τα, διανομή, κατανέμεται

GT GD C H L M O
distribution /ˌdɪs.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: διανομή; USER: διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, τη διανομή

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
drive /draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν

GT GD C H L M O
driven /ˈdrɪv.ən/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; USER: οδηγείται, με γνώμονα, οδηγούνται, καθοδηγείται, κινούνται

GT GD C H L M O
driver /ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός; USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης

GT GD C H L M O
drives /ˈdraɪ.vər/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: Δίσκοι, drives, μονάδες, δίσκους, κάλλους

GT GD C H L M O
driving /ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση; USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε

GT GD C H L M O
drum /drʌm/ = NOUN: τύμπανο, ταμπούρλο; VERB: τυμπανίζω; USER: τύμπανο, τυμπάνου, παίξει τύμπανο, drum, τυμπανίζομαι

GT GD C H L M O
dry /draɪ/ = ADJECTIVE: ξηρός, στεγνός, άνυδρος, ξερός; VERB: στεγνώνω, ξεραίνω, ξηραίνω, να στεγνωθεί; USER: στεγνώσει, στεγνώστε, στεγνώσουν, ξηρό, στεγνώνουν

GT GD C H L M O
due /djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος; USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας

GT GD C H L M O
during /ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια; USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια

GT GD C H L M O
duster /ˈdʌs.tər/ = NOUN: ξεσκονόπανο, ξεσκονιστήρι; USER: ξεσκονόπανο, duster, ξεσκονόπανων, θειωτήρας, ξεσκονιστήρι

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
earth /ɜːθ/ = NOUN: γη, χώμα; ADJECTIVE: γήινος, υφήλιος; USER: γη, χώμα, γης, γαιών, τη γη

GT GD C H L M O
easy /ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος; USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη

GT GD C H L M O
eco /iː.kəʊ-/ = USER: eco, οικολογικό, οικο, οικολογικά, οικολογική

GT GD C H L M O
economy /ɪˈkɒn.ə.mi/ = NOUN: οικονομία; USER: οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας

GT GD C H L M O
effect /ɪˈfekt/ = NOUN: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ενέργεια, πράξη, εφφέ, εντύπωση, σκοπός; VERB: κατορθώνω, επιτελώ; USER: αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ισχύος, ισχύ

GT GD C H L M O
efficiency /ɪˈfɪʃənsi/ = NOUN: αποδοτικότητα, ικανότητα, αποδοτικότης, ικανότης, δραστηριότης, δραστηριότητα; USER: αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, απόδοση, αποτελεσματικότητας

GT GD C H L M O
efficient /ɪˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ικανός, δραστήριος; USER: αποτελεσματικός, αποδοτικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό

GT GD C H L M O
eight /eɪt/ = USER: eight-, eight; USER: οκτώ, οχτώ, από οκτώ, από οκτώ

GT GD C H L M O
electric /ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός; ADJECTIVE: ηλεκτρικός; USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών

GT GD C H L M O
electrical /ɪˈlek.trɪ.kəl/ = NOUN: ηλεκτρικός; ADJECTIVE: ηλεκτρικός; USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρολογικός, ηλεκτρική, ηλεκτρικές, ηλεκτρικών

GT GD C H L M O
electricity /ilekˈtrisitē,ˌēlek-/ = NOUN: ηλεκτρισμός; USER: ηλεκτρισμός, ηλεκτρικής ενέργειας, ηλεκτρική ενέργεια, ηλεκτρισμού, ηλεκτρικής

GT GD C H L M O
electronic /ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: ηλεκτρονικός; USER: ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
electronically /ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = USER: ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικά μέσα, με ηλεκτρονικά μέσα, ηλεκτρονικώς, ηλεκτρονική

GT GD C H L M O
emergency /iˈmərjənsē/ = NOUN: επείγον, επείγουσα ανάγκη, επείγο, κρίσιμη κατάσταση, ενδεχόμενο, αιφνίδια περίπτωση; USER: επείγον, έκτακτης ανάγκης, επείγουσα, ανάγκης, επείγουσας

GT GD C H L M O
emission /ɪˈmɪʃ.ən/ = NOUN: εκπομπή, έκδοση; USER: εκπομπή, εκπομπών, των εκπομπών, εκπομπής, εκπομπές

GT GD C H L M O
emissions /ˈkɑː.bən iˌmɪʃ.ənz/ = NOUN: εκπομπή, έκδοση; USER: εκπομπές, εκπομπών, των εκπομπών, τις εκπομπές, οι εκπομπές

GT GD C H L M O
employs /ɪmˈplɔɪ/ = VERB: χρησιμοποιώ, απασχολώ, προσλαμβάνω, εκμισθώνω, μεταχειρίζομαι; USER: απασχολεί, χρησιμοποιεί, απασχολούνται, εφαρμόζει, εφαρμόζει

GT GD C H L M O
enables /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
energies /ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα; USER: ενέργειας, πηγών ενέργειας, ενέργειες, ενέργειές, ενεργειών

GT GD C H L M O
energy /ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα; USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας

GT GD C H L M O
engaged /ɪnˈɡeɪdʒd/ = ADJECTIVE: αρραβωνιασμένος, κατειλημμένος, πιασμένος; USER: που ασχολούνται, ασχολούνται, που ασχολούνται με, ασχολούνται με, ασχολείται

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
engined

GT GD C H L M O
engineer /ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός; VERB: σχεδιάζω; USER: μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί

GT GD C H L M O
engineering /ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
engines /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρες, μηχανές, κινητήρων, μηχανών, τις μηχανές

GT GD C H L M O
enough /ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά; ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος; USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
entering /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισέρχονται, εισέρχεται, που εισέρχονται, είσοδο, την είσοδο

GT GD C H L M O
entirely /ɪnˈtaɪə.li/ = ADVERB: εντελώς, ολότελα, εξ ολόκληρου; USER: εντελώς, εξ ολοκλήρου, πλήρως, απολύτως, αποκλειστικά

GT GD C H L M O
environmentally /ɪnˌvaɪ.rən.ˈmen.təl/ = USER: περιβάλλον, το περιβάλλον, περιβαλλοντικά, περιβαλλοντικώς, περιβαλλοντική

GT GD C H L M O
equipment /ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός; USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές

GT GD C H L M O
equipped /ɪˈkwɪpt/ = VERB: εφοδιάζω, εξοπλίζω; USER: εξοπλισμένα, εξοπλισμένο, εξοπλισμένη, εξοπλισμένες, είναι εξοπλισμένα

GT GD C H L M O
equips /ɪˈkwɪp/ = VERB: εφοδιάζω, εξοπλίζω; USER: εξοπλίζει, εφοδιάζει, εξοπλίζει τους, εξοπλίζει τα, εξασφαλίζουν στους

GT GD C H L M O
esc /ɪˈskeɪp/ = USER: esc, ΟΚΕ, esc για, της ΟΚΕ

GT GD C H L M O
esp /ˌiː.esˈpiː/ = USER: esp, πεσέτες, ισπανικές πεσέτες, πεσετών, ισπανικών πεσετών

GT GD C H L M O
estimated /ˈes.tɪ.meɪt/ = VERB: υπολογίζω, εκτιμώ; USER: εκτιμάται, υπολογίζεται, εκτιμάται ότι, εκτιμώμενη, εκτιμηθεί

GT GD C H L M O
et /etˈæl/ = USER: et, ΕΤ, κ.ά.

GT GD C H L M O
etc /ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά; USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ

GT GD C H L M O
ev = USER: ev, ΗΨ, ευ, ΗΕ, ηλεκτρονική ψηφοφορία,

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
excessive /ekˈses.ɪv/ = ADJECTIVE: υπέρμετρος; USER: υπερβολική, υπερβολικού, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική

GT GD C H L M O
excitation = USER: διέγερση, διέγερσης, διεγέρσεως

GT GD C H L M O
excited /ɪkˈsaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ερεθισμένος; USER: ερεθισμένος, ενθουσιασμένοι, ενθουσιασμένος, συγκινημένος, ενθουσιασμένη

GT GD C H L M O
excluding /ɪkˈskluː.dɪŋ/ = VERB: αποκλείω; USER: εξαιρουμένων, εκτός, εξαιρουμένων των, εξαίρεση, εκτός από

GT GD C H L M O
exhibition /ˌek.sɪˈbɪʃ.ən/ = NOUN: έκθεση; USER: έκθεση, έκθεσης, εκθεσιακό, εκθέσεων

GT GD C H L M O
experimental /ikˌsperəˈmen(t)l/ = ADJECTIVE: πειραματικός; USER: πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικό, πειραματικά

GT GD C H L M O
express /ɪkˈspres/ = NOUN: εξπρές, ταχεία μεταφορά; ADJECTIVE: ρητός, ταχύς; VERB: εκφράζω, εκφέρω; USER: εξπρές, Express, ρητή, Γρήγορο, εκφράζουν

GT GD C H L M O
exterior /ɪkˈstɪə.ri.ər/ = ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερική όψη; USER: εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικά, εξωτερικές

GT GD C H L M O
external /ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός; USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής

GT GD C H L M O
externally /ɪkˈstɜː.nəl/ = USER: εξωτερικά, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικώς, στο εξωτερικό

GT GD C H L M O
extreme /ɪkˈstriːm/ = ADJECTIVE: ακραίος, άκρο, άκρος, έσχατος; USER: άκρο, ακραίος, ακραίες, ακραία, ακραίων

GT GD C H L M O
fabrication /ˈfæb.rɪ.keɪt/ = NOUN: κατασκεύασμα, σκευωρία; USER: κατασκεύασμα, κατασκευή, κατασκευής, παραγωγή, παρασκευής

GT GD C H L M O
fact /fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο; USER: γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, το γεγονός, το γεγονός

GT GD C H L M O
factor /ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF; USER: παράγοντας, συντελεστής, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο

GT GD C H L M O
faculty /ˈfæk.əl.ti/ = NOUN: σχολή, ικανότητα, ιδιότητα, δύναμη, καθηγητικό σώμα; USER: σχολή, ΔΕΠ, σχολής, ικανότητα, καθηγητές

GT GD C H L M O
fan /fæn/ = NOUN: ανεμιστήρας, θαυμαστής, φτερωτή, θιασώτης, βενταλιά, όμιλος θαυμαστών; VERB: αναρριπίζω; USER: ανεμιστήρας, ανεμιστήρα, Βεντάλια, Fan, οπαδός

GT GD C H L M O
fast /fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος; NOUN: νηστεία; VERB: νηστεύω; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία

GT GD C H L M O
favourable /ˈfāv(ə)rəbəl/ = ADJECTIVE: ευνοϊκός, ευνοϊκός, αίσιος, αίσιος; USER: ευνοϊκός, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
fed /fed/ = VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ; USER: τρέφονται, τροφοδοτούνται, τροφοδοτείται, που τρέφονται, τρέφονται με

GT GD C H L M O
fennel /ˈfen.əl/ = NOUN: μάραθο, μάραθος; USER: μάραθο, μάραθου, μάραθος, το μάραθο, μαράθου

GT GD C H L M O
field /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο

GT GD C H L M O
figure /ˈfɪɡ.ər/ = NOUN: εικόνα, αριθμός, μορφή, φιγούρα, ψηφίο, τύπος; VERB: μορφοποιώ, λογαριάζω; USER: καταλάβω, υπολογίσετε, σχήμα, καταλάβουμε, υπολογίσει

GT GD C H L M O
finalised /ˈfīnlˌīz/ = VERB: οριστικοποιώ; USER: οριστικοποιήθηκε, οριστικοποιηθεί, οριστικοποιήθηκαν, οριστικοποιηθούν, ολοκληρωθεί"

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
flap /flæp/ = NOUN: πτερύγιο, πλατάγισμα; VERB: πτερυγίζω, φτερουγίζω, ραπίζω; USER: ανεμίζει, κρημνού, το πτερύγιο, πτερύγιο τα, πλαταγίζει

GT GD C H L M O
florin = NOUN: φλορίνι, φιορίνι, φλώρι, φλωρίνιο; USER: φλορίνι, φλωρίνιο, φλώρι, του Florin, ο Florin,

GT GD C H L M O
fluid /ˈfluː.ɪd/ = NOUN: υγρό, ρευστό; ADJECTIVE: ρευστός; USER: ρευστό, υγρό, υγρού, ρευστού, υγρών

GT GD C H L M O
foil /fɔɪl/ = NOUN: αμβλύ ξίφος, λεπτό φύλλο μέταλλου, ξίφος, χρυσόχαρτο; VERB: ματαιώνω; USER: ξίφος, ματαιώνω, χρυσόχαρτο, λεπτά φύλλα, λεπτά φύλλα σε

GT GD C H L M O
folded /fəʊld/ = VERB: διπλώνω, πτύσσω; USER: διπλωμένο, διπλωμένα, διπλώνεται, διπλώνονται, διπλωθεί

GT GD C H L M O
following /ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία; ADJECTIVE: ακόλουθος; USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την

GT GD C H L M O
follows /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: εξής, ακολουθεί, ακολούθως, Επομένως, προκύπτει

GT GD C H L M O
foot /fʊt/ = NOUN: πόδι, πρόποδες, βάση, πους, άκρο; VERB: αθροίζω, πατώ, πεζοπορώ, αθροίζω και σημειώνω; USER: πόδι, πρόποδες, πόδια, τα πόδια, ποδιών, ποδιών

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
force /fɔːs/ = NOUN: δύναμη, βία, ισχύς, ζόρι; VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω; USER: αναγκάσει, δύναμη, αναγκάζουν, ισχύει, αναγκάσουν

GT GD C H L M O
forward /ˈfɔː.wəd/ = ADVERB: προς τα εμπρός, εμπρός; ADJECTIVE: μπροστινός, πρόθυμος, αυθάδης; VERB: διαβιβάζω, προάγω; USER: προς τα εμπρός, εμπρός, τα εμπρός, μπροστά, υποβάλει

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
frame /freɪm/ = NOUN: πλαίσιο, κορνίζα, σκελετός, κάδρο, σκελετός κατασκευής, σχηματισμός; VERB: σχεδιάζω, σχηματίζω, πλαισιώ, πλαισιώνω, κορνιζάρω, ραδιουργώ, ενοχοποιώ; USER: πλαίσιο, κορνίζα, σκελετός, πλαισίου, καρέ

GT GD C H L M O
friendly /ˈfrend.li/ = ADJECTIVE: φιλικός; USER: φιλικός, φιλικό, παιδιά, φιλική, φιλικό προς

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
front /frʌnt/ = NOUN: εμπρός, μέτωπο, πρόσοψη, πρόσοψις; VERB: αντιμετωπίζω; ADJECTIVE: εμπρόσθινος; USER: εμπρός, πρόσοψη, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό, μπροστινό

GT GD C H L M O
fuel /fjʊəl/ = NOUN: καύσιμα, καύσιμα ύλη; VERB: προμηθεύω, προμηθεύομαι; USER: καύσιμα, καυσίμων, καυσίμου, καύσιμο, των καυσίμων

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
function /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία

GT GD C H L M O
functions /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
g /dʒiː/ = NOUN: σολ; USER: g, ζ, γρ, γραμ.

GT GD C H L M O
gateway /ˈɡeɪt.weɪ/ = NOUN: είσοδος πυλών; USER: πύλη, gateway, πύλης, Η δικτυακή πύλη, δικτυακή πύλη

GT GD C H L M O
gauge /ɡeɪdʒ/ = NOUN: μετρητής, μέτρο, διάμετρος, δείκτης, δείχτης; VERB: μετρώ, υπολογίζω; USER: μετρηθεί, μετρητή, μέτρηση, μετρήσει, εκτιμηθεί

GT GD C H L M O
gear /ɡɪər/ = NOUN: γρανάζι, μηχανισμός, οδοντωτός τροχός, ενδυμασία, αποσκευή, ταχύτητα αυτοκίνητου; VERB: εφοδιάζω, κανονίζω; USER: γρανάζι, οδοντωτός τροχός, μηχανισμός, εργαλεία, εργαλείων

GT GD C H L M O
gearbox /ˈɡɪə.bɒks/ = NOUN: κιβώτιο ταχύτητων; USER: κιβώτιο ταχυτήτων, κιβώτιο, κιβωτίου ταχυτήτων, κιβωτίου, μηχανικό κιβώτιο,

GT GD C H L M O
gears /ɡɪər/ = NOUN: γρανάζι, μηχανισμός, οδοντωτός τροχός, ενδυμασία, αποσκευή, ταχύτητα αυτοκίνητου; USER: εργαλεία, γρανάζια, ταχυτήτων, εργαλείων, ταχύτητες

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
generated /ˈjenəˌrāt/ = VERB: παράγω, γεννώ; USER: παράγεται, δημιουργούνται, δημιουργείται, παράγονται, που παράγεται

GT GD C H L M O
generator /ˈjenəˌrātər/ = NOUN: γεννήτρια, παραγωγός, δημιουργός, ηλεκτρική γεννήτρια, γεννητόρας, γεννητώρ; USER: γεννήτρια, γεννήτριας, της γεννήτριας, δημιουργό, Δημιουργός

GT GD C H L M O
given /ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος; USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που

GT GD C H L M O
glass /ɡlɑːs/ = NOUN: ποτήρι, ύαλος, κάτοπτρο, φακός, ποτήριο, γυαλλί; USER: ποτήρι, γυαλί, γυαλιού, γυάλινο, υάλου

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
grand /ɡrænd/ = ADJECTIVE: μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, μέγας, σπουδαίος; USER: μεγαλειώδης, μεγάλο, μεγάλη, grand, Γκραντ, Γκραντ

GT GD C H L M O
gratitude /ˈɡræt.ɪ.tjuːd/ = NOUN: ευγνωμοσύνη; USER: ευγνωμοσύνη, την ευγνωμοσύνη, ευγνωμοσύνης, ευχαριστίες, τις ευχαριστίες

GT GD C H L M O
green /ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής; NOUN: πρασινάδα; USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου

GT GD C H L M O
grille /ɡrɪl/ = USER: μάσκα, γρίλια, Grille, κάγκελα, σχάρα

GT GD C H L M O
grip /ɡrɪp/ = NOUN: λαβή, πιάσιμο, χειρολαβή, βαλίτσα, γρίππη; VERB: πιάνομαι, πιάνω, σφίγγω; USER: λαβή, πιάσιμο, πρόσφυση, κράτημα, λαβής

GT GD C H L M O
ground /ɡraʊnd/ = NOUN: έδαφος, βάση, χώμα, αιτία, άλεση, βυθός, κατακάθια; VERB: γειώνω, βασίζω; USER: έδαφος, εδάφους, λόγο, του εδάφους, λόγου

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
h /eɪtʃ/ = USER: h, Η, ω, ώρες, ώρα

GT GD C H L M O
hamster /ˈhæm.stər/ = USER: χάμστερ, hamster, κρικητού, κρικητών, ινδικού χοιριδίου

GT GD C H L M O
handiness = NOUN: επιτηδειότης, επιτηδειότητα; USER: επιτηδειότητα, επιτηδειότης, handiness, ευχρηστία, την ευχρηστία

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
hatch /hætʃ/ = NOUN: άνοιγμα, μπουκαπόρτα, φεγγίτης, οπή καταστρώματος; VERB: εκκολάπτω, εκκολάπτομαι; USER: μπουκαπόρτα, άνοιγμα, καταπακτή, καταπακτής, Φινιστρίνι

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
heat /hiːt/ = NOUN: θερμότητα, ζέστη, θερμότης, καύσωνας, δρόμος; VERB: θερμαίνω; USER: θερμότητα, ζέστη, θερμότητας, θερμική, θερμικής

GT GD C H L M O
heating /ˈhiː.tɪŋ/ = NOUN: θέρμανση; USER: θέρμανση, θέρμανσης, τη θέρμανση, Κλιματισμός, θερμάνσεως

GT GD C H L M O
heavier /ˈhev.i/ = USER: βαρύτερα, βαρύτερο, βαρύτερη, βαρύτερες, βαρύτεροι

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
holding /ˈhəʊl.dɪŋ/ = NOUN: κράτημα, περιουσία; USER: κράτημα, κατέχουν, που κατέχουν, εκμετάλλευση, κρατώντας

GT GD C H L M O
hollow /ˈhɒl.əʊ/ = ADJECTIVE: κοίλος, κοιλότητα, κούφιος, κοιλότης, απατηλός; VERB: κοιλαίνω, βαθουλώνω; USER: κοίλος, κοιλότητα, κοίλο, κούφια, κοίλου

GT GD C H L M O
home /həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος; USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού

GT GD C H L M O
hours /aʊər/ = NOUN: ώρα; USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την

GT GD C H L M O
household /ˈhousˌ(h)ōld/ = NOUN: νοικοκυριό, οικογένεια, σπιτικό, οικοκυριό; ADJECTIVE: οικιακός; USER: νοικοκυριό, νοικοκυριών, των νοικοκυριών, νοικοκυριού, οικιακών

GT GD C H L M O
housing /ˈhaʊ.zɪŋ/ = NOUN: στέγαση; USER: στέγαση, κατοικιών, στέγασης, περίβλημα, περιβλήματος

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
however /ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα; ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε; USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως

GT GD C H L M O
hrs = USER: ώρες, ώρες σε

GT GD C H L M O
hvac = USER: HVAC, κλιματισμού, Κλιματισμός

GT GD C H L M O
hybrid /ˈhaɪ.brɪd/ = NOUN: υβρίδιο, μικτογενής, μιγάς; USER: υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδική

GT GD C H L M O
hydraulic /haɪˈdrɒl.ɪk/ = ADJECTIVE: υδραυλικός; USER: υδραυλικός, υδραυλικό, υδραυλική, υδραυλικά, υδραυλικών

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
immediate /ɪˈmiː.di.ət/ = ADJECTIVE: άμεσος, πλησιέστερος; USER: άμεσος, άμεση, άμεσα, άμεσο, άμεσες

GT GD C H L M O
impact /imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση; VERB: προσκρούω, εμπήγω; USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο

GT GD C H L M O
implementing /ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμογή, εκτελεστικών, εφαρμογής, την εφαρμογή, υλοποίηση

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inches /ɪntʃ/ = NOUN: ίντσα, δάκτυλος; USER: ίντσες, ιντσών, inches, εκατοστά, ίη

GT GD C H L M O
includes /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
increase /ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση; VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν

GT GD C H L M O
increasing /ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξάνοντας, την αύξηση της, αύξηση της, την αύξηση

GT GD C H L M O
independent /ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος; USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες

GT GD C H L M O
indicate /ˈɪn.dɪ.keɪt/ = VERB: υποδεικνύω, δείχνω, δεικνύω, υποδηλώνω, σημειώνω; USER: υποδεικνύουν, δείχνουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφέρουν

GT GD C H L M O
indicated /ˈɪn.dɪ.keɪt/ = VERB: υποδεικνύω, δείχνω, δεικνύω, υποδηλώνω, σημειώνω; USER: υποδεικνύεται, αναφέρεται, ενδείκνυται, ανέφερε, αναγράφεται

GT GD C H L M O
indicates /ˈɪn.dɪ.keɪt/ = VERB: υποδεικνύω, δείχνω, δεικνύω, υποδηλώνω, σημειώνω; USER: υποδεικνύει, υποδηλώνει, δείχνει, δηλώνει, αναφέρει

GT GD C H L M O
indication /ˌɪn.dɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ένδειξη, υπόδειξη, σύμπτωμα, υποδήλωση; USER: ένδειξη, ένδειξης, ενδείξεις, αναφορά, αναγραφή

GT GD C H L M O
informed /ɪnˈfɔːmd/ = ADJECTIVE: προειδοποίητος; USER: ενημερωμένοι, ενημερωθείτε, ενημέρωσε, ενημερώνονται, ενημερώνεται

GT GD C H L M O
informs /ɪnˈfɔːm/ = VERB: πληροφορώ, ενημερώνω, ειδοποιώ; USER: πληροφορεί, ενημερώνει, ενημερώνει τους, ενημερώσει, γνωστοποιεί

GT GD C H L M O
innovative /ˈɪn.ə.və.tɪv/ = USER: καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμων, καινοτόμο, καινοτόμος

GT GD C H L M O
input /ˈɪn.pʊt/ = NOUN: εισαγωγή, ενέργεια, εισαγόμενη δύναμη; USER: εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισροών, εισαγωγής

GT GD C H L M O
inscriptions /ɪnˈskrɪp.ʃən/ = NOUN: επιγραφή, αναγραφή, αφιέρωση; USER: επιγραφές, επιγραφών, επιγραφές που, ενδείξεις

GT GD C H L M O
installed /ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω; USER: εγκατεστημένο, εγκατασταθεί, εγκατεστημένα, εγκαταστήσει, εγκατεστημένη

GT GD C H L M O
instrument /ˈɪn.strə.mənt/ = NOUN: όργανο, εργαλείο, μουσικό όργανο; USER: όργανο, εργαλείο, μέσο, μέσου, πράξη

GT GD C H L M O
insulation /ˌɪn.sjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: μόνωση, απομόνωση; USER: μόνωση, μόνωσης, μονωτικό, μονωτικά, μονώσεως

GT GD C H L M O
integrate /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω; USER: ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ενσωμάτωση, ενσωματώνουν, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
interior /ɪnˈtɪə.ri.ər/ = NOUN: εσωτερικό; ADJECTIVE: εσωτερικός, ενδότερος; USER: εσωτερικό, εσωτερικός, Εσωτερικών, εσωτερική, εσωτερικού

GT GD C H L M O
internal /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό

GT GD C H L M O
international /ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής; USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
introduction /ˌɪn.trəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: εισαγωγή, σύσταση, προλεγόμενα; USER: εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή

GT GD C H L M O
inverter /inˈvərtər/ = VERB: αντιστρέφω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω; NOUN: ομοφυλόφιλος, αρσενοκοίτης; USER: αντιστροφέας, μετατροπέα, μετατροπέας, inverter, αντιστροφέα

GT GD C H L M O
ion /ˈaɪ.ɒn/ = NOUN: ιόν; USER: ιόν, ιόντων, ion, ιόντος, ιόντα

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
joined /join/ = VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω; USER: εντάχθηκαν, προσχώρησαν, εντάχθηκε, προσχώρησε, ένωσε

GT GD C H L M O
kangoo

GT GD C H L M O
kept /kept/ = VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: φυλάσσονται, τηρούνται, διατηρούνται, διατηρείται, διατηρηθεί

GT GD C H L M O
kerb /kɜːb/ = NOUN: χαλιναγώγηση, κράσπεδο πεζοδρόμιου, ακρόλιθος πεζοδρόμιου, χαλινάρι; ADJECTIVE: χαλινός; VERB: συγκρατώ, χαλιναγωγώ; USER: κράσπεδο, πεζοδρομίου, συγκράτηση, πεζοδρόμιο, περιορισμό

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
keywords /ˈkiː.wɜːd/ = USER: λέξεις-κλειδιά, λέξεις κλειδιά

GT GD C H L M O
kg = USER: kg, κιλά, κ., χιλιόγραμμα, κιλό

GT GD C H L M O
kit /kɪt/ = NOUN: σύνεργα, εργαλειοθήκη, αποσκευή, κιβώτιο εργαλείων, ατομικά είδη, εξάρτηση στρατιώτη, θήκη εργαλείων, εργαλεία τεχνίτη, γατάκι; USER: kit, κιτ, σετ, πακέτο, εξάρτηση

GT GD C H L M O
kw = USER: kW, κιλοβατημέρες,

GT GD C H L M O
l = ABBREVIATION: μεγάλο; USER: μεγάλο, l,

GT GD C H L M O
laboratory /ˈlabrəˌtôrē/ = NOUN: εργαστήριο; USER: εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστηριακές, εργαστηριακών, εργαστηριακή

GT GD C H L M O
laden /ˈleɪ.dən/ = ADJECTIVE: φορτωμένος; USER: φορτωμένος, φορτωμένο, φορτίο, έμφορτου, έμφορτου οχήματος

GT GD C H L M O
lateral /ˈlæt.rəl/ = ADJECTIVE: πλευρικός, πλάγιος; USER: πλευρικός, πλευρική, πλευρικής, πλευρικές, πλάγια

GT GD C H L M O
launched /lɔːntʃ/ = VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ; USER: ξεκίνησε, που ξεκίνησε, δρομολογήθηκε, δρομολόγησε, ξεκινήσει

GT GD C H L M O
layer /ˈleɪ.ər/ = NOUN: στρώμα, επίπεδο, βλαστός ριζούμενος, ωοτόκος όρνις; USER: στρώμα, επίπεδο, στιβάδα, στρώση, στρώματος

GT GD C H L M O
leaving /lēv/ = VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ; USER: αφήνοντας, αφήνει, έξοδο, εξέρχονται, έξοδο από

GT GD C H L M O
lecturing /ˈlek.tʃər/ = VERB: διδάσκω, επιπλήττω, δίδω διάλεξη; USER: διαλέξεις, διδασκαλία, μαθήματα, διάλεξη, διδάσκει

GT GD C H L M O
length /leŋθ/ = NOUN: μήκος, διάρκεια; USER: μήκος, διάρκεια, μήκους, το μήκος, μήκος της

GT GD C H L M O
less /les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα; ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων; USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο

GT GD C H L M O
lettering /ˈlet.ər.ɪŋ/ = NOUN: γράμματα, γραφή διά γράμματων, σχεδίασμα διά γράμματων; USER: γράμματα, γραφή διά γράμματων, σχεδίασμα διά γράμματων,

GT GD C H L M O
levels /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων

GT GD C H L M O
lever /ˈliː.vər/ = NOUN: μοχλός, λοστός; USER: μοχλός, μοχλό, μοχλού, μοχλ, το μοχλό

GT GD C H L M O
lifts /lɪft/ = NOUN: ανελκυστήρας, ανύψωση, ασανσέρ, σήκωμα, βοήθεια, ύψωση, ανυψωτήρ, υψωτήρ; VERB: σηκώνω, ανυψώνω, ανυψώ; USER: ανελκυστήρες, ανελκυστήρων, αναβατήρες, λιφτ, λιφτ του

GT GD C H L M O
light /laɪt/ = NOUN: φως, φανός, φωτιά, σέλας; ADJECTIVE: ελαφρός, φωτεινός, ανοικτός, ανάλαφρος; VERB: φωτίζω, ανάπτω, καταβαίνω; USER: φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση

GT GD C H L M O
lighter /ˈlaɪ.tər/ = NOUN: αναπτήρας, αναπτήρ, τσακμάκι; USER: αναπτήρας, ελαφρύτερο, αναπτήρα, ελαφρύτερα, ελαφρύτερη

GT GD C H L M O
limits /ˈlɪm.ɪt/ = NOUN: όριο; VERB: περιορίζω, συμπτύσσω; USER: όρια, τα όρια, ορίων, των ορίων, περιορισμούς

GT GD C H L M O
liquid /ˈlɪk.wɪd/ = NOUN: υγρό, ρευστό; ADJECTIVE: υγρός, ρευστός, χρηματικός; USER: υγρό, υγρού, υγρών, υγρά, υγρή

GT GD C H L M O
lithium /ˈlɪθ.i.əm/ = NOUN: λίθιο; USER: λίθιο, λιθίου, του λιθίου, μπαταρία

GT GD C H L M O
litres /ˈliː.tər/ = NOUN: λίτρο, λίτρο, λίτρο, λίτρο, ολίγος, ολίγος, ολίγος, ολίγος; USER: λίτρα, λίτρων

GT GD C H L M O
located /ləʊˈkeɪt/ = VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι; USER: βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, που βρίσκονται, τοποθεσία

GT GD C H L M O
lock /lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης; VERB: κλειδώνω; USER: κλειδαριά, κλειδώνω, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλείδωμα

GT GD C H L M O
locked /lɒk/ = VERB: κλειδώνω; USER: κλειδωμένο, κλειδωμένη, κλειδωμένα, κλειδωθεί, κλειδωμένες

GT GD C H L M O
logo /ˈləʊ.ɡəʊ/ = USER: logo, λογότυπο, το λογότυπο, λογότυπου, λογότυπο της, λογότυπο της

GT GD C H L M O
los /ˈlaɪ.ləʊ/ = USER: los, Λος, ομάδα los, τοποθεσία Λος, προορισμό Λος

GT GD C H L M O
low /ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος; VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω; USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού

GT GD C H L M O
lower /ˈləʊ.ər/ = ADJECTIVE: χαμηλότερος; VERB: χαμηλώνω, υποβιβάζω, καταβιβάζω; USER: μείωση, χαμηλότερο, χαμηλότερα, μειώσει, μειώσουν

GT GD C H L M O
luggage /ˈlʌɡ.ɪdʒ/ = NOUN: αποσκευές, αποσκευή, αποσκευαί; USER: αποσκευές, Χώρος, αποσκευών, τις αποσκευές, των αποσκευών

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
machine /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων

GT GD C H L M O
machines /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
magnets /ˈmæɡ.nət/ = NOUN: μαγνήτης; USER: μαγνήτες, μαγνητών, μαγνήτες που, μαγνήτη

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
mains /meɪn/ = NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: δικτύου, δίκτυο, ρεύματος, ηλεκτρικό δίκτυο, τροφοδοσίας

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
maximum /ˈmæk.sɪ.məm/ = NOUN: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, ανώτατος όρος; ADJECTIVE: ανώτατος; USER: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
meanwhile /ˈmiːn.waɪl/ = USER: Εν τω μεταξύ,, εν τω μεταξύ, τω μεταξύ, Στο μεταξύ, μεταξύ

GT GD C H L M O
measures /ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά; USER: μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, μέτρα για

GT GD C H L M O
mechanical /məˈkæn.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: μηχανικός; USER: μηχανικός, μηχανική, μηχανικές, μηχανικά, μηχανικό, μηχανικό

GT GD C H L M O
mechanics /məˈkanik/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικούς, μηχανικοί, μηχανικών

GT GD C H L M O
meter /ˈmiː.tər/ = NOUN: μέτρο, μέτρο, μετρητής, όργανο μέτρησης; VERB: μετρώ; USER: μετρητής, μέτρο, μετρητή, μέτρων, μέτρου

GT GD C H L M O
method /ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα; USER: μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, τη μέθοδο, η μέθοδος, η μέθοδος

GT GD C H L M O
minutes /ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: πρακτικά; USER: πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτά με τα

GT GD C H L M O
mirrors /ˈmirər/ = NOUN: καθρέπτης; VERB: κατοπτρίζω; USER: καθρέφτες, καθρέπτες, κάτοπτρα, κατόπτρων, καθρεπτών

GT GD C H L M O
mm = USER: mm, χιλ., χιλιοστά, μμ, ηη

GT GD C H L M O
mode /məʊd/ = NOUN: τρόπος, μόδα, συρμός; USER: τρόπος, λειτουργία, τρόπο, κατάσταση, λειτουργίας

GT GD C H L M O
models /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλα, μοντέλων, τα μοντέλα, υποδείγματα, πρότυπα

GT GD C H L M O
modes /məʊd/ = NOUN: τρόπος, μόδα, συρμός; USER: τρόπων, τρόπους, λειτουργίες, μέσα, τρόποι

GT GD C H L M O
modules /ˈmɒd.juːl/ = NOUN: μονάδα μέτρησης; USER: modules, ενότητες, ενοτήτων, μονάδες, μονάδων

GT GD C H L M O
mono /ˈmɒn.əʊ/ = USER: μονο, μονο-, μονοφωνικά, mono,

GT GD C H L M O
motor /ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ; ADJECTIVE: κινητήριος; VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο; USER: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, με κινητήρα

GT GD C H L M O
motors /ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ; USER: κινητήρες, μοτέρ, κινητήρων, Motors, ηλεκτροκινητήρες

GT GD C H L M O
mounted /ˈmaʊn.tɪd/ = ADJECTIVE: έφιππος; USER: τοποθετημένο, τοποθετημένη, τοποθετημένα, τοποθετηθεί, τοποθετείται

GT GD C H L M O
moves /muːv/ = NOUN: κίνηση; VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: κινήσεις, κινείται, μετακινείται, κινήσεων, τις κινήσεις

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
mud /mʌd/ = NOUN: λάσπη, βόρβορος, πηλός, βούρκος; USER: λάσπη, λάσπης, ιλύος, τη λάσπη, λάσπες

GT GD C H L M O
n /en/ = USER: n, ν, η, κ, Β

GT GD C H L M O
named /neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά

GT GD C H L M O
near /nɪər/ = PREPOSITION: κοντά, παραλίγο να; ADVERB: εγγύς, πλησίον, σχεδόν; ADJECTIVE: κοντινός, στενός; VERB: πλησιάζω; USER: κοντά, πλησίον, κοντά σε, κοντα σε, κοντά στο

GT GD C H L M O
necessary /ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος; USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο

GT GD C H L M O
needle /ˈniː.dl̩/ = NOUN: βελόνα, κορυφή, μυτερή άκρη, δείχτης; VERB: ράπτω, ράβω; USER: βελόνα, βελόνας, βελόνης, βελόνη, της βελόνας

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
negative /ˈneɡ.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: αρνητικός; NOUN: άρνηση, πλάκα φωτογραφική; VERB: αρνούμαι, αναιρώ; USER: αρνητικός, αρνητική, αρνητικές, αρνητικό, αρνητικά

GT GD C H L M O
net /net/ = ADVERB: καθαρά; NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος; ADJECTIVE: καθαρός, χωρίς έκπτωση, εκκαθαρισμένος; VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω; USER: καθαρά, δίχτυ, καθαρός, δίκτυο, καθαρό

GT GD C H L M O
neutral /ˈnjuː.trəl/ = ADJECTIVE: ουδέτερος, ακαθάριστος; USER: ουδέτερος, ουδέτερο, ουδέτερη, ουδέτερα, ουδέτερες

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
night /naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά; USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά

GT GD C H L M O
nm = USER: nm, ηπι, ηηι,

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
noise /nɔɪz/ = NOUN: θόρυβος, βοή, κρότος, τύρβη, σαματάς; VERB: διαδίδω; USER: θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, ο θόρυβος

GT GD C H L M O
normal /ˈnɔː.məl/ = ADJECTIVE: κανονικός, φυσιολογικός, ομαλός, φυσικός; USER: κανονικός, κανονικά, κανονική, κανονικής, κανονικές, κανονικές

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
objective /əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: σκοπός, αντικείμενο; ADJECTIVE: αντικειμενικός, αμερόληπτος; USER: σκοπός, αντικειμενικός, αντικείμενο, στόχος, στόχο

GT GD C H L M O
obtained /əbˈteɪn/ = VERB: αποκτώ, βρίσκω, επικρατώ, προμηθεύομαι, εξασφαλίζω; USER: λαμβάνεται, λαμβάνονται, που λαμβάνονται, ελήφθη, ελήφθησαν

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
offered /ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει

GT GD C H L M O
offers /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; USER: προσφέρει, προσφορές, διαθέτει, παρέχει, τις προσφορές

GT GD C H L M O
oil /ɔɪl/ = NOUN: έλαιο, λάδι, πετρέλαιο; VERB: λαδώνω; USER: πετρέλαιο, λάδι, έλαιο, πετρελαίου, του πετρελαίου

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
operating = ADJECTIVE: λειτουργικός; USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται

GT GD C H L M O
operation /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, επιχείρηση, πράξη

GT GD C H L M O
operational /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: επιχειρήσεων, της εργασίας; USER: επιχειρησιακά, λειτουργίας, επιχειρησιακή, επιχειρησιακών, επιχειρησιακές

GT GD C H L M O
optimal /ˈɒp.tɪ.məm/ = ADJECTIVE: άριστος; USER: βέλτιστη, βέλτιστο, η βέλτιστη, βέλτιστης, βέλτιστες

GT GD C H L M O
optimise = VERB: βελτιστοποιώ; USER: βελτιστοποίηση της, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποιήσουν, βελτιστοποιήσει, βελτιστοποιήσετε,

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
original /əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/ = NOUN: πρωτότυπο; ADJECTIVE: αρχικός, πρωτότυπος, αρχέτυπος, ιδιόμορφος; USER: πρωτότυπο, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
output /ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν; USER: παραγωγή, απόδοση, προϊόν, εξόδου, παραγωγής

GT GD C H L M O
overall /ˌəʊ.vəˈrɔːl/ = ADJECTIVE: ολικός; ADVERB: ολοσχερώς, πέρα πέρα; USER: συνολική, συνολικά, συνολικό, συνολικής, γενική

GT GD C H L M O
owners /ˈəʊ.nər/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: Οι ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες, ιδιοκτητών, τους ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες των

GT GD C H L M O
owning /əʊn/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: ιδιοκτησία, την ιδιοκτησία, που κατέχουν, κατέχουν, στην ιδιοκτησία

GT GD C H L M O
p /piː/ = USER: p, π, σ, ρ, σ.

GT GD C H L M O
pack /pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη; VERB: πακετάρω, συσκευάζω, στριμώχνω; USER: πακέτο, συσκευασία, το πακέτο, συσκευάσει, συσκευάσουν

GT GD C H L M O
package /ˈpæk.ɪdʒ/ = NOUN: συσκευασία, πακέτο, δέμα, πακετάρισμα; VERB: πακετάρω; USER: πακέτο, συσκευασία, πακέτου, δέσμη, συσκευασίας

GT GD C H L M O
packs /pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη; USER: πακέτα, συσκευασίες, συσκευασιών, πακέτων, packs

GT GD C H L M O
panel /ˈpæn.əl/ = NOUN: πίνακας, φάτνωμα, κατάλογος ένορκων; VERB: φατνώ, πλαισιώ; USER: πίνακας, πίνακα, πάνελ, οθόνη, επιτροπή

GT GD C H L M O
paper /ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτί, έγγραφο, εφημερίδα, χάρτης, βίβλος; ADJECTIVE: χάρτινος; VERB: καλύπτω με χάρτη; USER: χαρτί, έγγραφο, χαρτιού, το χαρτί, εγγράφου

GT GD C H L M O
parameters /pəˈræm.ɪ.tər/ = USER: παραμέτρους, παραμέτρων, παράμετροι, τις παραμέτρους, παραμέτρους που

GT GD C H L M O
park /pɑːk/ = NOUN: πάρκο, παρκ, σταθμός αυτοκινήτων, δενδρόκηπος, μαραίνομαι, κήπος αναψυχής, δάσος αναψυχής; VERB: παρκάρω, σταθμεύω; USER: πάρκο, σε πάρκο, πάρκου, στάθμευσης, χώρος

GT GD C H L M O
parking /ˈpɑː.kɪŋ/ = NOUN: στάθμευση, παρκάρισμα, σταμάτημα; USER: στάθμευση, στάθμευσης, πάρκινγκ, χώρο στάθμευσης, χώρος στάθμευσης

GT GD C H L M O
particularly /pə(r)ˈtikyələrlē/ = ADVERB: λεπτομερώς, ιδιαιτερώς; USER: ιδιαίτερα, ιδίως, ειδικότερα, κυρίως, ιδιαιτέρως, ιδιαιτέρως

GT GD C H L M O
passenger /ˈpæs.ən.dʒər/ = NOUN: επιβάτης; USER: επιβάτης, επιβατών, επιβατικών, επιβάτη, των επιβατών

GT GD C H L M O
pavements /ˈpeɪv.mənt/ = NOUN: πεζοδρόμιο, λιθόστρωτο; USER: πεζοδρόμια, πεζοδρομίων, οδοστρώματα, οδοστρωμάτων, τα πεζοδρόμια

GT GD C H L M O
payload /ˈpeɪ.ləʊd/ = NOUN: φορτίο επί πληρωμή; USER: ωφέλιμο φορτίο, φορτίο, ωφέλιμου φορτίου, το ωφέλιμο φορτίο, ωφέλιμο

GT GD C H L M O
peak /piːk/ = NOUN: κορυφή, αιχμή, άκρο; USER: κορυφή, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη

GT GD C H L M O
pedal /ˈped.əl/ = NOUN: πετάλι, πεντάλι, ποδός, ποδείο; VERB: κινώ διά των ποδών; USER: πετάλι, πεντάλι, πεντάλ, το πεντάλ, πεντάλ του

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
performances /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: παραστάσεις, παραστάσεων, επιδόσεις, εμφανίσεις, επιδόσεων

GT GD C H L M O
performed /pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω; USER: εκτελείται, εκτελούνται, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, πραγματοποιούνται

GT GD C H L M O
ph /ˌpiːˈeɪtʃ/ = USER: ph, ρΗ, τηλ, το pH, φ

GT GD C H L M O
phd /ˌpiː.eɪtʃˈdiː/ = USER: phd, διδακτορικό, διδακτορική, διδακτορικά, Διδάκτωρ

GT GD C H L M O
placed /pleɪs/ = VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: τοποθετούνται, τοποθετείται, τοποθετηθεί, διατίθενται, τοποθετήθηκε

GT GD C H L M O
plant /plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό; VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς; USER: φυτό, εργοστάσιο, φυτών, μονάδα, των φυτών

GT GD C H L M O
platform /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα

GT GD C H L M O
plug /plʌɡ/ = NOUN: βύσμα, πώμα, πρίζα, βούλωμα, έμβολο, στόμιο, στόμιο υδροσωλήνος; VERB: ταπώνω, βουλώνω; USER: βύσμα, πώμα, πρίζα, βούλωμα, plug

GT GD C H L M O
plugged /plʌɡ/ = VERB: ταπώνω, βουλώνω; USER: συνδεδεμένο, στην πρίζα, πρίζα, συνδεθεί, συνδεδεμένη

GT GD C H L M O
pollution /pəˈluː.ʃən/ = NOUN: ρύπανση, μόλυνση; USER: ρύπανση, μόλυνση, ρύπανσης, της ρύπανσης, τη ρύπανση

GT GD C H L M O
position /pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία; USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της

GT GD C H L M O
positions /pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία; USER: θέσεις, θέσεων, τις θέσεις, θέσεις που, θέση

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
powered /-paʊəd/ = USER: τροφοδοτείται, powered, τροφοδοτούνται, κινούνται, που κινούνται

GT GD C H L M O
powerful /ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά

GT GD C H L M O
practical /ˈpræk.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πρακτικός, χρήσιμος; USER: πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά, πρακτικά

GT GD C H L M O
pre /priː-/ = PREFIX: προ-; USER: προ, πριν, pre, προ της, πριν από

GT GD C H L M O
presence /ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό; USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία

GT GD C H L M O
present /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι; ADJECTIVE: τωρινός; VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν

GT GD C H L M O
presented /prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζονται, παρουσίασε, που παρουσιάζονται, παρουσιάζεται, παρουσιάστηκε

GT GD C H L M O
presents /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν έγγραφο; USER: δώρα, παρουσιάζει, τα δώρα, δώρα από, της δώρα

GT GD C H L M O
presses /pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας; USER: πρέσες, πιεστήρια, πιέζει, πατήσει, πρέσσες

GT GD C H L M O
previous /ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός; USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες

GT GD C H L M O
principle /ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο; USER: αρχή, αρχής, αρχήν, αρχή της

GT GD C H L M O
prof /prɒf/ = USER: prof, καθ., καθηγ, Ο καθηγητής, καθηγητής

GT GD C H L M O
professor /prəˈfes.ər/ = NOUN: καθηγητής; USER: καθηγητής, καθηγητή, Καθηγήτρια, ο καθηγητής, τον καθηγητή

GT GD C H L M O
programme /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
propeller /prəˈpel.ər/ = NOUN: προπέλα, κινητήρας, έλιξ πλοίου; USER: προπέλα, έλικα, έλικας, προπέλας, ελίκων

GT GD C H L M O
propulsion /prəˈpʌl.ʃən/ = NOUN: προώθηση, ώθηση; USER: προώθηση, ώθηση, πρόωσης, προώθησης, πρόωση

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
provides /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει

GT GD C H L M O
pseudo /ˈso͞odō/ = ADJECTIVE: ψευδής, καλπικός; USER: ψευδο, ψευδό, ψευτο, pseudo

GT GD C H L M O
public /ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο; ADJECTIVE: δημόσιος; USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας

GT GD C H L M O
pulled /pʊl/ = USER: τράβηξε, τραβιέται, σύρεται, τραβηχτεί, έβγαλε

GT GD C H L M O
pump /pʌmp/ = NOUN: αντλία, τρόμπα, γόβα, σκαρπίνι; VERB: αντλώ; USER: αντλία, άντληση, αντλεί, αντλίας, αντλήσει

GT GD C H L M O
pumps /pʌmp/ = NOUN: γοβάκια; USER: γόβες, αντλίες, αντλιών, αντλιες

GT GD C H L M O
quick /kwɪk/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, γοργός, ζωηρός; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορο, γρήγορη, τον γρήγορο, τον γρήγορο

GT GD C H L M O
r /ɑr/ = USER: r, Ε, Κ, ρ, ιη,

GT GD C H L M O
radiator /ˈreɪ.di.eɪ.tər/ = NOUN: καλοριφέρ, ψυγείο, θερμοπομπός, σώμα καλοριφέρ, ακτινοβολών, ψυγείο αυτοκίνητου; USER: καλοριφέρ, ψυγείο, ψυγείου, θερμαντικό σώμα, του ψυγείου

GT GD C H L M O
rails /reɪl/ = NOUN: κάγκελο, ράγια, βέργα, σιδηρά ράβδος, ξύλινη ράβδος, κιγκλίς, είδος αμφιβίου πτηνού; VERB: κιγκλιδώ, υβρίζω, χλευάζω; USER: ράγες, σιδηροτροχιές, σιδηροτροχιών, κάγκελα, κιγκλιδώματα

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
rare /reər/ = ADJECTIVE: σπάνιος, μισοψημένο, αραιός, μισοψημένος, ολιγόψητος, σχεδόν άψητος; USER: σπάνιος, σπάνια, σπάνιες, σπάνιο, σπάνιων

GT GD C H L M O
rate /reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη; VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω; USER: τιμή, βαθμός, αναλογία, κόστος, ποσοστό

GT GD C H L M O
rates /reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη; VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω; USER: τιμές, ποσοστά, τα ποσοστά, επιτόκια, συντελεστές

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
realized /ˈrɪə.laɪz/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, πραγματοποιώ, εννοώ; USER: συνειδητοποίησε, υλοποιηθεί, συνειδητοποίησα, πραγματοποιηθεί, συνειδητοποιήσει

GT GD C H L M O
realizes /ˈrɪə.laɪz/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, πραγματοποιώ, εννοώ; USER: συνειδητοποιεί, αντιλαμβάνεται, πραγματοποιεί, καταλαβαίνει, συνειδητοποιήσει

GT GD C H L M O
rear /rɪər/ = NOUN: όπισθεν, νώτα; ADJECTIVE: οπίσθιος, τελευταίος; VERB: υψώνω, εγείρω, ανατρέφω, υψούμαι; USER: όπισθεν, οπίσθιος, πίσω, οπίσθιο, πίσω μέρος

GT GD C H L M O
receives /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: λαμβάνει, δέχεται, παραλαμβάνει, εισπράττει, λάβει

GT GD C H L M O
recovered /rɪˈkʌv.ər/ = VERB: ανακτώ, αναρρώνω, επανευρίσκω, αναρρωνύω, ξανασκεπάζω, ξαναπαίρνω, σκεπάζω πάλι; USER: ανάκτηση, ανακτηθεί, ανακτώνται, ανακτάται, ανακτηθούν

GT GD C H L M O
recovery /rɪˈkʌv.ər.i/ = NOUN: ανάκτηση, ανάρρωση, ανόρθωση; USER: ανάκτηση, ανάρρωση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης

GT GD C H L M O
recuperation /rɪˈkuː.pər.eɪt/ = NOUN: ανάρρωση; USER: ανάρρωση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάρρωσης, ανάπαυσή

GT GD C H L M O
red /red/ = ADJECTIVE: κόκκινος, ερυθρός; USER: κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινες, κόκκινες

GT GD C H L M O
reducer /rɪˈdʒuː.sər/ = NOUN: περιστέλλων, ελαττών; USER: μειωτήρα, μειωτήρας, μειωτή, μειωτής, μείωσης,

GT GD C H L M O
reducing /rɪˈdjuːs/ = ADJECTIVE: αναγωγικός; USER: μείωση, μειώνοντας, μείωση των, τη μείωση, μείωση του

GT GD C H L M O
reduction /rɪˈdʌk.ʃən/ = NOUN: μείωση, αναγωγή, ελάττωση, έκπτωση, μετατροπή, υποβίβαση; USER: μείωση, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της

GT GD C H L M O
references /ˈref.ər.əns/ = NOUN: αναφορά, παραπομπή, μνεία, σχέση, σύσταση, πληροφορία; USER: αναφορές, παραπομπές, οι αναφορές, αναφορών, αναφοράς

GT GD C H L M O
regeneration /rɪˈdʒen.ər.eɪt/ = NOUN: αναγέννηση; USER: αναγέννηση, αναγέννησης, την αναγέννηση, ανάπλαση, αναζωογόνηση

GT GD C H L M O
relief /rɪˈliːf/ = NOUN: ανακούφιση, ανάγλυφο, περίθαλψη, ενίσχυση, επικουρία; USER: ανακούφιση, ανάγλυφο, ανακούφισης, αρωγής, μέτρων

GT GD C H L M O
remaining /rɪˈmeɪ.nɪŋ/ = NOUN: παραμένων; USER: υπόλοιπα, υπόλοιπο, παραμένουν, υπόλοιπες, απομένει

GT GD C H L M O
remains /rɪˈmeɪnz/ = NOUN: λείψανα, απομεινάρια, ερείπιο, εναπολείμματα; USER: λείψανα, παραμένει, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, παραμένουν

GT GD C H L M O
renewable /rɪˈnjuː.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: ανανεώσιμος, ανακαινίσιμος; USER: ανανεώσιμες πηγές, ανανεώσιμων πηγών, ανανεώσιμες, ανανεώσιμη, ανανεώσιμων

GT GD C H L M O
repair /rɪˈpeər/ = NOUN: επισκευή, επιδιόρθωση; VERB: επισκευάζω, επιδιορθώνω, διορθώνω, μπαλλώνω, πηγαίνω; USER: επισκευή, επιδιόρθωση, επισκευάσει, επιδιορθώσετε, την επισκευή

GT GD C H L M O
reparation /ˌrep.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: αποζημίωση, επανόρθωση, ικανοποίηση; USER: αποζημίωση, επανόρθωση, ικανοποίηση, αποκατάσταση, αποζημιώσεως

GT GD C H L M O
replaced /rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ; USER: αντικαθίσταται, αντικαθίστανται, αντικαταστάθηκε, αντικατασταθεί, αντικατασταθούν

GT GD C H L M O
represents /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύει το, παριστάνει, εκπροσωπεί, αποτελεί

GT GD C H L M O
require /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται

GT GD C H L M O
research /ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη; VERB: ερευνώ; USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών

GT GD C H L M O
responsive /rɪˈspɒn.sɪv/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, αποκριτικός, απαντητικός; USER: ανταποκρίνεται, ανταποκρίνονται, απόκριση, να ανταποκρίνεται, απόκρισης

GT GD C H L M O
restrictions /rɪˈstrɪk.ʃən/ = NOUN: περιορισμός; USER: περιορισμούς, περιορισμοί, περιορισμών, τους περιορισμούς, οι περιορισμοί

GT GD C H L M O
results /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που

GT GD C H L M O
reveals /rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω; USER: αποκαλύπτει, φανερώνει, προκύπτει, δείχνει, αποκαλύψει

GT GD C H L M O
reverse /rɪˈvɜːs/ = NOUN: αντίστροφο, πάθημα, αντίστροφη όψη, ατυχία, αντιξοότης, αντιξοότητα, ήττα; ADJECTIVE: αντίστροφος; VERB: αντιστρέφω, αναιρώ, ακυρώ; USER: αντίστροφο, αντιστραφεί, αντιστρέψει, αναστροφή, αντιστροφή

GT GD C H L M O
revised /rɪˈvaɪzd/ = VERB: αναθεωρώ, υβρίζω, ονειδίζω; USER: αναθεωρήθηκε, αναθεωρημένο, αναθεωρηθεί, αναθεωρείται, αναθεωρούνται

GT GD C H L M O
ride /raɪd/ = NOUN: βόλτα, ιππασία, περίπατος επί αυτοκίνητου, περίπατος επί άμαξης; VERB: ιππεύω, οχούμαι, πηγαίνω επί αυτοκίνητου, άλογου κλπ.; USER: βόλτα, οδηγούν, βόλτα στην, οδηγήσετε, οδηγήσει

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
roads /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; USER: δρόμους, δρόμοι, δρόμων, οι δρόμοι, οδών

GT GD C H L M O
roll /rəʊl/ = NOUN: ρολό, κύλινδρος, ρόλος, τόπι, αρτίσκος, κατάλογος, ψωμάκι; VERB: κυλώ, τσουλάω, τυλίσσω, κυλίω, κυλιόμαι, τυλίσσομαι; USER: ρολό, κυλήσει, roll, κυλήστε, αναπτύξουν

GT GD C H L M O
romanian /rʊˈmeɪ.ni.ən/ = ADJECTIVE: ρουμανικός; NOUN: Ρουμανός; USER: ρουμανικός, ρουμανική, Ρουμάνικα, ρουμανικά, της Ρουμανίας

GT GD C H L M O
roof /ruːf/ = NOUN: οροφή, στέγη, ταράτσα; VERB: στεγάζω; USER: στέγη, οροφή, ταράτσα, οροφής, στέγης

GT GD C H L M O
rotor /ˈrəʊ.tər/ = NOUN: στροφείο, δρομεύς, περιστρεφόμενο μέρος ηλεκτρικής μηχανής; USER: στροφείο, ρότορα, δρομέα, στροφείου, στροφέα

GT GD C H L M O
rpm /ˌɑː.piːˈem/ = USER: rpm, σ.α.λ., στροφές, σαλ, στροφές ανά λεπτό

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
sand /sænd/ = NOUN: άμμος; VERB: πασπαλίζω με άμμον; USER: άμμος, άμμο, άμμου, αμμουδιά, την άμμο

GT GD C H L M O
satisfaction /ˌsæt.ɪsˈfæk.ʃən/ = NOUN: ικανοποίηση, ευχαρίστηση; USER: ικανοποίηση, ικανοποίησης, ικανοποίησή, την ικανοποίηση, ικανοποίηση των

GT GD C H L M O
schneider = USER: Schneider, Η Schneider, της Schneider, στη Schneider, τη Schneider

GT GD C H L M O
seats /siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία; VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω; USER: θέσεις, καθίσματα, θέσεων, έδρες, καθισμάτων

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
secondary /ˈsek.ən.dri/ = ADJECTIVE: δευτερεύων; USER: δευτερεύων, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή

GT GD C H L M O
selector /sɪˈlek.tər/ = NOUN: διαλέκτης, εκλέκτορας; USER: επιλογέα, επιλογέας, Επιλογή, επιλογής

GT GD C H L M O
semi /ˈsem.i/ = PREFIX: ημι-, μισο-; USER: ημι, semi, ημιρυμουλκούμενων, ημιρυμουλκούμενο, ημιρυμουλκούμενα

GT GD C H L M O
serial /ˈsɪə.ri.əl/ = ADJECTIVE: σειράς, σειριακός, διαδοχικός; NOUN: επιφυλλίδα, δημοσίευμα εις τεύχη; USER: σειράς, σειριακός, αύξοντα, σειριακή, σειριακό

GT GD C H L M O
serves /sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα; VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετεί, χρησιμεύει, σερβίρει, υπηρετεί, χρησιμεύει για

GT GD C H L M O
servo /ˈsərvō/ = USER: σερβο, servo, σέρβο, σερβοαυλάκωσης,

GT GD C H L M O
setting /ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος; USER: ρύθμιση, τον καθορισμό, τη, καθορισμό, τη ρύθμιση

GT GD C H L M O
shaft /ʃɑːft/ = NOUN: στέλεχος, άξων, βέλος, κοντάρι, ράβδος, πηγάδι, αχτίδα, βαθύς τόπος; USER: στέλεχος, άξων, άξονα, άξονας, ατράκτου

GT GD C H L M O
shafts /ʃɑːft/ = NOUN: στέλεχος, άξων, βέλος, κοντάρι, ράβδος, πηγάδι, αχτίδα, βαθύς τόπος; USER: άξονες, αξόνων, φρεάτια, φρέατα, ατράκτων

GT GD C H L M O
shock /ʃɒk/ = NOUN: σοκ, δόνηση, τίναγμα, αιφνίδια ταραχή, πήδημα, αιφνίδια προσβολή, συγκλονισμός, θημωνιά, σωρός τρίχων; VERB: τινάσσω, προσβάλλω, ταράσσω; USER: σοκ, κραδασμών, καταπληξία, shock, κλονισμού

GT GD C H L M O
shows /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
side /saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά; ADJECTIVE: πλάγιος; USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά

GT GD C H L M O
sides /saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά; USER: πλευρές, πλευρών, όψεις, τις πλευρές, πλευρά

GT GD C H L M O
sign /saɪn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα; VERB: υπογράφω, νεύω; USER: σήμα, σημείο, υπογράψει, υπογράψουν, εγγραφείτε

GT GD C H L M O
signal /ˈsɪɡ.nəl/ = NOUN: σύνθημα, σινιάλο, σημείο; VERB: κάνω σημείο, συνενοούμαι με σύνθημα, νεύω; ADJECTIVE: αξιοσημείωτος, εξαίρετος; USER: σηματοδοτούν, σήμα, σήματος, σηματοδοτήσει, σημάνει

GT GD C H L M O
significant /sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά

GT GD C H L M O
silent /ˈsaɪ.lənt/ = ADJECTIVE: σιωπηλός, αμίλητος, εχέμυθος, άφωνος; USER: σιωπηλός, σιωπηλή, αθόρυβη, σιωπηλό, σιωπηλοί, σιωπηλοί

GT GD C H L M O
similar /ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος; USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων

GT GD C H L M O
similarly /ˈsɪm.ɪ.lə.li/ = ADVERB: ομοίως, παρομοίως; USER: ομοίως, παρομοίως, παρόμοια, παρόμοιο

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
situations /sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία; USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που

GT GD C H L M O
six /sɪks/ = USER: six-, six; USER: έξι, έξη, από έξι

GT GD C H L M O
size /saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα; VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω; USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size

GT GD C H L M O
slippery /ˈslɪp.ər.i/ = ADJECTIVE: λεπτός, ισχνός, λυγερός; VERB: λεπτύνω, λεπτύνομαι, ισχναίνω; USER: ολισθηρός, γλιστερός, ολισθηρό, ολισθηρές, ολισθηρά

GT GD C H L M O
slopes /sləʊp/ = NOUN: κλίση, πλαγιά, κατωφέρεια, κλίση έδαφους; USER: πλαγιές, πίστες, κλίσεις, πλαγιές του, πίστες του

GT GD C H L M O
snow /snəʊ/ = NOUN: χιόνι; VERB: χιονίζω; USER: χιόνι, χιονό, χιονιού, ντεπόζιτο χιονό

GT GD C H L M O
socket /ˈsɒk.ɪt/ = NOUN: υποδοχή, πρίζα, κόγχη ματιού, κοίλωμα συγκρατούν κάτι; VERB: τοποθετώ εντός κοιλώματος; USER: υποδοχή, πρίζα, υποδοχής, socket, πρίζας

GT GD C H L M O
softer /sɒft/ = ADJECTIVE: μαλακώνων, μετριαστής; USER: μαλακότερο, μαλακότερη, μαλακότερα, πιο ήπια, πιο μαλακό

GT GD C H L M O
solution /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση

GT GD C H L M O
solutions /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
soon /suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς; USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο

GT GD C H L M O
space /speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος; VERB: αραιώνω; USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε

GT GD C H L M O
special /ˈspeʃ.əl/ = ADJECTIVE: ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός; USER: ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό, ειδικό

GT GD C H L M O
specific /spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος; USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες

GT GD C H L M O
speed /spiːd/ = NOUN: ταχύτητα, σπουδή, ταχύτης; VERB: επιταχύνω, ευημερώ, κατευοδώνω, τρέχω γρήγορα, σπεύδω; USER: ταχύτητα, επιταχύνει, επιτάχυνση, επιταχυνθεί, επιταχύνουν

GT GD C H L M O
speedometer /spiːˈdɒm.ɪ.tər/ = NOUN: ταχύμετρο; USER: ταχύμετρο, ταχυμέτρου, ταχύμετρου, κοντέρ, μετρητή ταχύτητας

GT GD C H L M O
speeds /spiːd/ = NOUN: ταχύτητα, σπουδή, ταχύτης; USER: ταχύτητες, ταχυτήτων, ταχύτητα, στροφών, στροφές

GT GD C H L M O
sport /spɔːt/ = NOUN: άθλημα, αθλητισμός, σπορ, διασκέδαση, ψυχαγωγία, σπορτ, παιγνίδι, χαρτοπαίκτης, αστείο; ADJECTIVE: φίλαθλος; VERB: παίζω, διασκεδάζω, επιδεικνύω, επιδεικνύομαι; USER: αθλητισμός, άθλημα, σπορ, αθλητισμού, αθλητισμό

GT GD C H L M O
springs /sprɪŋ/ = NOUN: άνοιξη, ελατήριο, πηγή, πήδημα; VERB: αναπηδώ, φύομαι, πηδώ, πηγάζω; USER: ελατήρια, πηγές, ελατηρίων, Springs, Σπρινγκς

GT GD C H L M O
stability /stəˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: σταθερότητα, σταθερότης; USER: σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των

GT GD C H L M O
stack /stæk/ = NOUN: σωρός, καπνοδόχος, θημωνιά; VERB: δεματιάζω, σωρεύω; USER: καπνοδόχος, σωρός, θημωνιά, στοίβα, στοιβάζετε

GT GD C H L M O
stacks /stæk/ = NOUN: σωρός, καπνοδόχος, θημωνιά; USER: στοίβες, stacks, σωροί, σωρούς, στοιβών

GT GD C H L M O
standard /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο; ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος; USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα

GT GD C H L M O
starting /stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα; ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων; USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη

GT GD C H L M O
starts /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκινά, αρχίζει, ξεκινάει, αρχίζει να, αρχίσει

GT GD C H L M O
stations /ˈæk.ʃən ˌsteɪ.ʃənz/ = NOUN: σταθμός, θέση; VERB: θέτω, τοποθετώ; USER: σταθμούς, σταθμοί, σταθμών, πρατήρια, σταθμούς του

GT GD C H L M O
stator /ˈstātər/ = NOUN: στάτωρ; USER: στάτωρ, στάτορα, στάτη, του στάτη, του στάτορα,

GT GD C H L M O
steep /stiːp/ = ADJECTIVE: απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός, κρημνώδης, υπερβολικός, κρημνός; VERB: εμβρέχω, μουσκεύω, βουτώ; USER: απότομος, απόκρημνος, απότομες, απότομη, απότομο

GT GD C H L M O
steering /ˈstɪə.rɪŋ ˌkɒl.əm/ = NOUN: πηδαλιούχηση; USER: πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, τιμόνι, υδραυλικό

GT GD C H L M O
steps /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες

GT GD C H L M O
stored /stɔːr/ = VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω; USER: αποθηκευμένα, αποθηκεύονται, αποθηκεύεται, αποθηκευμένο, αποθηκευτεί, αποθηκευτεί

GT GD C H L M O
straightforward /ˌstrātˈfôrwərd/ = ADJECTIVE: ειλικρινής, έντιμος, ευθώς; USER: απλή, απλό, απλές, άμεση, απλά

GT GD C H L M O
structural /ˈstrəkCHərəl/ = ADJECTIVE: κατασκευαστικός, οικοδομικός; USER: διαρθρωτική, δομική, διαρθρωτικά, διαρθρωτικές, διαρθρωτικών

GT GD C H L M O
structures /ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή; USER: δομές, δομών, κατασκευές, των δομών, τις δομές, τις δομές

GT GD C H L M O
student /ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητής, σπουδαστής; USER: φοιτητής, σπουδαστής, σπουδαστών, φοιτητή, μαθητή, μαθητή

GT GD C H L M O
study /ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο; VERB: μελετώ, σπουδάζω; USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν

GT GD C H L M O
suited /ˈsuː.tɪd/ = VERB: αρμόζω, ταιριάζω; USER: κατάλληλη, κατάλληλο, προσαρμοσμένη, ταιριάζει, κατάλληλοι

GT GD C H L M O
supply /səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθεια, ανεφοδιασμός, εφόδιο; VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω; USER: προμήθεια, παρέχουν, παρέχει, παροχή, παράσχει

GT GD C H L M O
surface /ˈsɜː.fɪs/ = NOUN: επιφάνεια; ADJECTIVE: επιφανειακός; VERB: έρχομαι εις την επιφάνεια, λειαίνω; USER: επιφάνεια, επιφάνειας, επιφανείας, επιφάνεια του, επιφανειακά

GT GD C H L M O
suspension /səˈspen.ʃən/ = NOUN: εναιώρημα, ανάρτηση, παύση, ανακοπή; USER: εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολή, αναστολής, αιώρημα

GT GD C H L M O
suv /ˌes.juːˈvi/ = USER: SUV, SUV της"

GT GD C H L M O
switch /swɪtʃ/ = NOUN: διακόπτης, αλλαγή, διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων, κινητοί συνδετικοί ράβδοι σιδηροδρόμου, μαστίγιο, συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων, λεπτή ράβδος, βέργα; VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση; USER: αλλαγή, διακόπτης, μεταβείτε, εναλλαγή, στραφούν

GT GD C H L M O
symposium /sɪmˈpəʊ.zi.əm/ = NOUN: συμπόσιο, φιλολογική συγκέντρωση; USER: συμπόσιο, συμποσίου, Symposium, συμπόσιο που, Συμπόσιο για

GT GD C H L M O
synchronous /ˈsɪŋ.krə.nəs/ = ADJECTIVE: σύγχρονος; USER: σύγχρονος, σύγχρονη, σύγχρονο, σύγχρονης, σύγχρονων

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
table /ˈteɪ.bl̩/ = NOUN: τραπέζι, τράπεζα, πίναξ; ADJECTIVE: επιτραπέζιος; VERB: θέτω επί τη τράπεζα, αναβάλλω συζήτηση; USER: τραπέζι, πίνακα, πίνακας, πίνακα που, επιτραπέζια

GT GD C H L M O
taken /ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που

GT GD C H L M O
tank /tæŋk/ = NOUN: δεξαμενή, ντεπόζιτο, άρμα μάχης, στέρνα, τάνκ, θωρηκτό; USER: δεξαμενή, ντεπόζιτο, λάστιχα, δεξαμενής

GT GD C H L M O
technical /ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός; USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
telescopic

GT GD C H L M O
tension /ˈten.ʃən/ = NOUN: ένταση, υπερένταση; USER: ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση

GT GD C H L M O
terrain /təˈreɪn/ = NOUN: έδαφος, σχηματισμός του έδαφους; USER: έδαφος, εδάφους, εδάφη, έκταση, ανάγλυφο

GT GD C H L M O
th /ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
thermal /ˈθɜː.məl/ = ADJECTIVE: θερμικός, θερμός, θερμαντικός; USER: θερμικός, θερμική, θερμικής, θερμικές, θερμικό

GT GD C H L M O
thermostat /ˈθɜː.mə.stæt/ = NOUN: θερμοστάτης, ρυθμιστής της θερμοκρασίας; USER: θερμοστάτης, θερμοστάτη, του θερμοστάτη

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
thus /ðʌs/ = ADVERB: έτσι, ούτως, τοιουτοτροπώς; USER: έτσι, επομένως, συνεπώς, συνέπεια, εκ τούτου

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
torque /tôrk/ = NOUN: ροπή, περιστροφική δύναμη; USER: ροπή, ροπής, ροπή στρέψης, της ροπής, ροπής στρέψης,

GT GD C H L M O
total /ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα; ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος; VERB: συμποσούμαι, αθροίζω; USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό

GT GD C H L M O
track /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
traction /ˈtræk.ʃən/ = NOUN: έλξη, τράβηγμα, μεταφορά; USER: έλξη, έλξης, πρόσφυση, πρόσφυσης, έλξεως

GT GD C H L M O
traditional /trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος; USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές

GT GD C H L M O
train /treɪn/ = NOUN: αμαξοστοιχία, τρένο, τραίνο, σειρά, ακολουθία, ειρμός, ουρά φορέματος; VERB: προπονούμαι, γυμνάζομαι, γυμνάζω, διευθύνω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, εξασκούμαι; USER: τρένο, αμαξοστοιχία, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας

GT GD C H L M O
transfer /trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου; VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ; USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει

GT GD C H L M O
transmission /trænzˈmɪʃ.ən/ = NOUN: διαβίβαση, μετάδοση, μεταβίβαση, ασύρματος πομπή; USER: μετάδοση, διαβίβαση, μεταβίβαση, διαβίβασης, μετάδοσης

GT GD C H L M O
transmits /tranzˈmit,trans-/ = VERB: διαβιβάζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω; USER: εκπέμπει, μεταδίδει, διαβιβάζει, μεταδίδει το, εκπέμπει η

GT GD C H L M O
transportation /ˌtræn.spɔːˈteɪ.ʃən/ = NOUN: μεταφορά, μεταγωγή, διαμετακόμιση, μετακόμιση; USER: μεταφορά, μεταφοράς, μεταφορές, μεταφορών, τη μεταφορά

GT GD C H L M O
transverse /trænzˈvɜːs/ = ADJECTIVE: εγκάρσιος, διασταυρών, λοξός; USER: εγκάρσιος, εγκάρσια, εγκάρσιο, εγκάρσιες, εγκάρσιου

GT GD C H L M O
trip /trɪp/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, περιοδεία, παραπάτημα; VERB: σκοντάπτω, βαδίζω ελαφρώς, κάνω κάποιον να σκοντάψει; USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, Εκδρομή

GT GD C H L M O
turning /ˈtɜː.nɪŋ/ = NOUN: στροφή; ADJECTIVE: περιστροφικός; USER: στροφή, καμπής, στρέφονται, μετατρέποντας, μετατροπή

GT GD C H L M O
turns /tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος; VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: αποδεικνύεται, γυρίζει, μετατρέπει, στροφές, τελικά

GT GD C H L M O
turquoise /ˈtərˌk(w)oiz/ = NOUN: τουρκουάζ, κάλαϊς; USER: τυρκουάζ, καταγάλανα, τιρκουάζ, τουρκουάζ, γαλαζοπράσινα,

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
type /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο

GT GD C H L M O
under /ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω; ADVERB: από κάτω; USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο

GT GD C H L M O
unit /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες

GT GD C H L M O
university /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή

GT GD C H L M O
unlike /ʌnˈlaɪk/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, ανόμοιος; USER: σε αντίθεση με, σε αντίθεση, αντίθετα, αντίθεση, αντίθεση με

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
usable /ˈjuː.zə.bl̩/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιήσιμος, χρήσιμος; USER: χρησιμοποιήσιμος, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, χρησιμοποιηθεί, χρησιμοποιηθούν, χρησιμοποιήσιμο

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
utility /juːˈtɪl.ɪ.ti/ = NOUN: χρησιμότητα, ωφέλεια, χρησιμότης, ωφελιμότητα, δημόσια υπηρεσία, ωφελιμότης; USER: χρησιμότητα, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας

GT GD C H L M O
v /viː/ = USER: v, κατά, ν

GT GD C H L M O
vacuum /ˈvæk.juːm/ = NOUN: κενό; USER: κενό, κενού, κενώ, σκούπα, κενόν

GT GD C H L M O
valve /vælv/ = NOUN: βαλβίδα, λυχνία, δικλίδα, θυρίδα, αερβαλβίδα; USER: βαλβίδα, βαλβίδας, βαλβίδων, βαλβίδος, της βαλβίδας

GT GD C H L M O
variable /ˈveə.ri.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: μεταβλητός, ευμετάβλητος; USER: μεταβλητός, μεταβλητή, μεταβλητής, μεταβλητό, μεταβλητού

GT GD C H L M O
variant /ˈveə.ri.ənt/ = NOUN: διαφορά, παραλαγή, διαφέρων; ADJECTIVE: διάφορος; USER: παραλλαγή, παραλλαγής, παραλλαγή του, παραλλαγή της, εναλλακτική

GT GD C H L M O
vehicle /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων

GT GD C H L M O
vehicles /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που

GT GD C H L M O
ventilated /ˈven(t)əˌlāt/ = USER: αεριζόμενες, αεριζόμενους, αεριζόμενα, αερίζονται, εξαεριζόμενη,

GT GD C H L M O
ventral

GT GD C H L M O
versatile /ˈvɜː.sə.taɪl/ = NOUN: καθομιλουμένη, ιδιωματική γλώσσα, λαϊκή γλώσσα; ADJECTIVE: ιδιωματικός; USER: ευέλικτο, ευέλικτη, ευπροσάρμοστο, πολύπλευρο, ευέλικτα

GT GD C H L M O
version /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή

GT GD C H L M O
versions /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοχές, τις εκδόσεις, έκδοση

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
via /ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου; USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των

GT GD C H L M O
vienna = NOUN: Βιέννη; USER: Βιέννη, vienna, Βιέννης, της Βιέννης

GT GD C H L M O
voltage /ˈvɒl.tɪdʒ/ = NOUN: δυναμικό, τάση ηλεκτρικού ρεύματος, ηλεκτρομαγνυτική δύναμη; USER: τάσης, τάση, τάσεως

GT GD C H L M O
volume /ˈvɒl.juːm/ = NOUN: τόμος, όγκος; USER: όγκος, τόμος, όγκο, όγκου, ένταση

GT GD C H L M O
wall /wɔːl/ = NOUN: τείχος, τοίχος; VERB: περιτειχίζω; USER: τοίχος, τείχος, τοίχο, τοίχωμα, τοιχώματος

GT GD C H L M O
walls /wɔːl/ = NOUN: τείχος, τοίχος; VERB: περιτειχίζω; USER: τοίχους, τοίχοι, τοιχώματα, τείχη, τοίχων

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
waste /weɪst/ = NOUN: απόβλητα, σπατάλη, φθορά; VERB: χαραμίζω, σταματώ, καταναλίσκω, φθείρω; ADJECTIVE: άχρηστος, έρημος, σπάταλος, χέρσος; USER: απόβλητα, τα απόβλητα, των αποβλήτων, χάνετε, σπαταλάτε

GT GD C H L M O
water /ˈwɔː.tər/ = NOUN: νερό, ύδωρ; VERB: ποτίζω, νερώνω; USER: νερό, ύδωρ, νερού, ύδατος, υδάτων

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
ways /-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
weight /weɪt/ = NOUN: βάρος, βαρύτητα, κύρος, σπουδαιότητα, βαρύτης, σπουδαιότης; USER: βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
wheel /wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα; VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς; USER: τροχός, ρόδα, τιμόνι, τροχού, τροχό

GT GD C H L M O
wheelbase /ˈ(h)wēlˌbās/ = USER: μεταξόνιο, το μεταξόνιο, μεταξονίου,

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
whenever /wenˈev.ər/ = ADVERB: οποτεδήποτε, οσάκις; USER: οποτεδήποτε, οσάκις, όποτε, κάθε φορά, όταν

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
whereby /weəˈbaɪ/ = ADVERB: διά του οποίου, με τι; USER: σύμφωνα με την οποία, όπου, οποία, την οποία, οπότε

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
whom /huːm/ = PRONOUN: ποιόν; USER: ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποία

GT GD C H L M O
width /wɪtθ/ = NOUN: πλάτος, εύρος, φάρδος; USER: πλάτος, εύρος, φάρδος, πλάτους, Πάχος

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
window /ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο; USER: παράθυρο, window, παραθύρου, παραθύρων, παράθυρο του, παράθυρο του

GT GD C H L M O
windows /ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο; USER: παράθυρα, windows, παραθύρων, τα παράθυρα, τζάμια

GT GD C H L M O
wiring /ˈwaɪə.rɪŋ/ = NOUN: καλωδίωση, ηλεκτρική σύνδεση; USER: καλωδίωση, καλωδίωσης, καλωδίων, καλωδιώσεις, καλωδιώσεων

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
workday /ˈwɜːk.deɪ/ = NOUN: ημέρα εργασίας; USER: ημέρα εργασίας, εργάσιμης ημέρας, εργάσιμη ημέρα, εργάσιμη μέρα, workday

GT GD C H L M O
worked /wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
works /wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο; USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου

GT GD C H L M O
zero /ˈzɪə.rəʊ/ = USER: zero-, zero, μηδέν, μηδενικό; USER: μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού

786 words